Sunday 2 December 2007

Μύγα στο τζάμι


Γωνία Lange Niezel και Ouderzijds, Άμστερνταμ

20:53 μ.μ
.

Soundtrack: Lou Reed - Perfect Day


“Θες λίγο μαύρο, φίλε; Τι ψάχνεις; Ό,τι θέλεις πες μου, τό’ χω. Κόκα, έκστασυ, τι θέλεις; Και γυναίκες άμα γουστάρεις μπορώ να σου βρω, κάνουν τα πάντα, τα πάντα. Ε; Λέγε, ρε φίλε...”

Είναι μερικές πόλεις που δεν αλλάζουν ποτέ, ό,τι και να γίνει. Το Άμστερνταμ είναι μια απ’ αυτές. Οι μαύροι με τη ράστα, την ψιθυριστή φωνή και το τυλιγμένο αλουμινόχαρτο στο χέρι θα’ ναι πάντα εκεί να σου βρουν ό,τι θέλεις, ρε φίλε. Αυτοί κι η βροχή. Μέχρι να φαγωθούν τα βουνά απ’ τα χρόνια και να γίνει όλη η Γη Πέυ Μπά. Κουνάω το κεφάλι αρνητικά για να φύγει ο τύπος και μαζεύομαι στο αδιάβροχό μου. Ένα ποδήλατο περνά ξυστά δίπλα μου, μετά κι άλλο ένα, το τρίτο σχεδόν με χτυπάει με το τιμόνι του, κι η μυρωδιά απ’ τις φρίττες και τη μαγιονέζα περιμένει κι αυτή τη σειρά της για να με χτυπήσει μόλις στρίψω αριστερά στο γλιστερό πλακόστρωτο. Βγαίνω στο κανάλι και στρίβω δεξιά, παράλληλα με τη ροή του καφετί νερού που πρέπει να’ ναι το ίδιο απ’ την εποχή του μπάρμπα-Ρέμπραντ. Δε μυρίζει πια. Το φτηνό άρωμα, η ακριβή σάρκα κι ο ιδρώτας το σκεπάζουν.

Είναι αμέσως μετά τη γωνία, στην πρώτη βιτρίνα, ανάμεσα στις τραβηγμένες, βαριές κόκκινες κουρτίνες και κάτω απ’ το ροζ-μωβ φθόριο που τρεμοπαίζει, σαν το φως που έχουν στα χασάπικα για τις μύγες. Μου χτυπάει το τζάμι της, όπως κάνει πάντα, μ’ όλους. Φοράει ένα χοντρό ασημένιο δαχτυλίδι για ν’ ακούγεται καλύτερα το χτύπημα. Στέκεται όρθια και χορεύει τον βουβό της χορό πίσω απ’ τη βιτρίνα, ασταμάτητα. Ένα μικροσκοπικό σετ εσώρουχα καλύπτουν (ή μήπως δείχνουν;) το προϊόν κι η ανοιχτή της παλάμη ανακοινώνει την τιμή: πενήντα.

Κοντοστέκομαι, κοιτάζω από πάνω ως κάτω και πλησιάζω αργά το παράθυρο. Δεν ξέρω γιατί το κάνω έτσι, σαν να πήγαινα κάπου αλλού κι άλλαξα ξαφνικά γνώμη. Αφού εδώ ερχόμουν. Το ξέρει; Σταματώ μπροστά στο τζάμι με ύφος αγοραστή έτοιμου για παζάρι. Δεν πρόκειται να παζαρέψω, αλλά έτσι για τη μούρη. Σταματάει το χορό και με κοιτάζει. Το μαύρο αδιάβροχο, το σκούφο μου, τ’ αξύριστα μάγουλα. Κάνω νόημα ότι θέλω να μπω. Σκέφτεται λίγο, ζαρώνει τη μύτη, και μου κάνει νόημα. “Όχι”. Με το χέρι μου λέει να πάρω δρόμο. Γυρίζω και φεύγω, ο αγοραστής απορρίφθηκε, η μύγα πήγε προς το φως αλλά δεν είχε δει το τζάμι. Δαγκώνομαι, τα μάγουλά μου καίνε, κι απομακρύνομαι.

“Θες λίγο μαύρο, φίλε;”

Γιάννης Ανδρεδάκης

Tuesday 20 November 2007

Αφήστε τους ζωντανούς να τραφούν οι μέρες που έρχονται


Δροσοπούλου και Ευελπίδων Γωνία


19:45


Soundtrack: Willie Nelson, On the road again


Αιφνιδιαστικά σταμάτησε το πούλμαν στην άκρη του δρόμου. Πρώτος κατέβηκε ο γιατρός να δει τι είχε συμβεί όμως εκτελέστηκε πάραυτα. Ο δεύτερος ενώ είχε ήδη κατέβει ένα σκαλί έπεσε πίσω φωνάζοντας: «θα πεθάνουμε όλοι!». Δεν ξέρω πόσοι ήμασταν. Πρέπει να είχαμε ανέβει καμιά δεκαπενταριά σίγουρα. Εγώ μπήκα από τους τελευταίους οπότε μια αίσθηση αριθμού μπορώ να μεταδώσω έχοντας δει μονάχα κάποια κεφάλια να προεξέχουν από τις πλάτες των καθισμάτων (μπήκα από την πίσω πόρτα). Πανικός επικράτησε. Δεν είδαμε βέβαια την εκτέλεση, ακούσαμε όμως όλους τους χαρακτηριστικούς ήχους της, κρότο, βόγκο, γδούπο. Μια μεγάλη γυναίκα λύγισε στο κάθισμά της κι άρχισε εκτενείς παρακλητικές προσευχές. Ένα κοριτσάκι έχωσε το προσωπάκι του στην ηβική χώρα αυτού που κάποιοι από εμάς γνώριζαν ως «ο καθηγητής» ενώ ο οδηγός μαζί με δύο άλλες πρότειναν συγχρόνως να καλέσουμε κάποιον. Την αστυνομία υποθέτω. Δεν γνωρίζαμε ακριβώς το μέγεθος της απειλής ώστε να μπορούμε να εκτιμήσουμε την βοήθεια που χρειαζόμασταν.
Το γεγονός ήταν ο θάνατος του γιατρού. Και ότι το πούλμαν είχε χωρίς λόγο ακινητοποιηθεί. Και ότι βρισκόμασταν σ’ ένα πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Κι ότι ο μήνας είχε πρώτη. Κι ότι πιθανότατα θα αργούσαμε αρκετά να φτάσουμε στον προορισμό μας που ήταν μια διαβαλκανική εικαστική έκθεση. Πηγαίναμε για τα εγκαίνια, όλοι καλεσμένοι, κάποιοι γνωστοί κάποιοι άγνωστοι μεταξύ μας. Εγώ ήξερα καλά μια κοπέλα που έκανε δημόσιες σχέσεις για ένα μπαράκι στο κέντρο. Τώρα με κοίταζε απεγνωσμένη κρατώντας σκυφτό το κεφάλι, μέσα στους ώμους, σαν να φοβόταν μην κρυώσει ο λαιμός της για κάποιο λόγο.
Απ’ έξω ακούστηκε δυνατά μια φωνή που μας πρόσταζε να βγούμε έξω. Κανείς δεν τόλμησε να υπακούσει. Φαντάζομαι πως περνούσε από τα αυτιά όλων η ίδια αλληλουχία, κρότος, βόγκος, γδούπος. Όχι κανένας δεν θα έβγαινε από εκεί μέσα. Τουλάχιστον όχι πριν μπουν από την πίσω πόρτα, ακριβώς μπροστά στα μάτια μου τρεις ένστολοι κουκουλοφόροι με όπλα στα χέρια. «Όλοι έξω!» ακούστηκε ξεκάθαρα κάτω απ’ τις μάλλινες μπαλακλάβες και πριν προλάβουμε να σαστίσουμε, να συνεργαστούμε ή να αντιδράσουμε, ένας από αυτούς άρπαξε το κοριτσάκι και τον «καθηγητή» και τους τραβολόγησε δίνοντας νόημα στην προσταγή.
Έξω κάποιος προσφέρθηκε να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις, αλλά μια σφαίρα τον ξάπλωσε ανάσκελα σπάζοντας την ισορροπία της γραμμής όπου στεκόμασταν. Δεν τον απείλησαν ούτε τον προειδοποίησαν. Απλώς τον σκότωσαν. Ο μήνας δεν του μπήκε πολύ ωραία αυτουνού, σκέφτηκα. Για να δούμε αν θα έχουμε περισσότερη τύχη.
Ο οδηγός στεκόταν με τα γόνατα στο πεζοδρόμιο μπροστά σε κάτι άλλους ένστολους κουκουλοφόρους, με διακριτικά βαθμού στο μέρος της καρδιάς. Τρέμοντας τους έδειχνε τα χαρτιά του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, η μύτη του έσταζε και το κοντό πουκάμισο άφηνε να φαίνεται από το παντελόνι το πάνω μέρος της σχισμής του ποπού του. Ήταν χοντροφτιαγμένος και είχε τρίχες.
Εμείς είχαμε πιάσει το νόημα. Καθόμασταν όρθιοι ο ένας δίπλα στον άλλο σαν παλτά κρεμασμένα σε γκαρνταρόμπα και δεν βγάζαμε ούτε ατμό απ’ την ανάσα μας. Δεν έκανε κρύο. Ίσως από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων που περνούσαν δίπλα μας χωρίς να κοιτούν. Ίσως επειδή βρισκόμασταν ανάμεσα σε τεράστιες πολυκατοικίες που κρατούσαν ακόμα θερμότητα απ’ την ατελείωτη ζέστη στα τσιμέντα τους. Ίσως…
«Εντάξει είναι» είπε ένας από τους ένστολους στον ένστολο με τα διακριτικά κι αυτός με βαριά, απρόθυμη φωνή έκανε στον οδηγό, «Μπορείτε να φύγετε»· αμέσως μια εκπνοή συλλογική ακούστηκε από την γραμμή μας. Ο οδηγός μπήκε στο αυτοκίνητο έβαλε μπροστά και χωρίς καθυστέρηση έφυγε. Ούτε που νοιάστηκε για μας. Δυο ένστολοι κουκουλοφόροι πυροβόλησαν στον αέρα για να διαλύσουν την γραμμή μας, πράγμα που έγινε αυτόματα. Κανείς δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Με βήμα γοργό απομακρυνθήκαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε μέσα στην κίνηση. Ένας ηλικιωμένος κύριος με φτωχικά ρούχα πλησίασε κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες απ’ τα πτώματα, μια καθαρίστρια σκούπιζε πεισμωμένα τις μπότες των ένστολων κουκουλοφόρων που είχαν λερωθεί με αίμα, ακούγονταν κόρνες και βήματα ανθρώπων στο πεζοδρόμιο, ένα αγοράκι γλίστρησε στα αίματα κι έβαλε τα κλάματα, και όσο το απομάκρυνε η μαμά του μαλώνοντάς το, όσο ο ηλικιωμένος κύριος έβγαζε με τανάλια τα χρυσά δόντια των νεκρών, οι ένστολοι κουκουλοφόροι σταματούσαν το επόμενο όχημα για άλλον έναν απ’ αυτούς τους καινούργιους «πρωτομηνιάτικους» ελέγχους.

Δημήτρης Κουρούμπαλης

Wednesday 14 November 2007

Πού πάνε οι σκάλες, όταν τις καταπίνει το πάτωμα;

Σταθμός Μετρό Κεραμεικού

19:37 μ.μ.

Soundtrack: Mogwai, 2 rights make 1 wrong

Μια κοπέλα και ένας νεαρός κατεβαίνουν τις σκάλες του μετρό.
Η κοπέλα είναι 5 σκαλιά πριν το τέλος, οι σκάλες είναι κυλιόμενες άρα 5, 4, 3…
Ο νεαρός 8 σκαλιά πριν το τέλος, άρα 8, 7, 6…

Η προοπτική ροκανίζεται σε μια αντίστροφη μέτρηση κι όλα είναι μεταλλικά ή γρανιτένια. Η κοπέλα φοράει έναν σκούφο, κόκκινο, ένα μπουφάν, πράσινο, ένα μαντήλι, μωβ. Ο νεαρός ένα σκουλαρίκι, ασημένιο, ένα κασκόλ, ριγέ, ένα σακάκι, δερμάτινο.

Χρώματα και υλικά, θηλυκό κι αρσενικό κατεβαίνουν τις σκάλες. Μάλλον οι σκάλες τους κατεβάζουν. Ο νεαρός βλέπει την πλάτη της κοπέλας, η κοπέλα αγνοεί την ύπαρξη του νεαρού. Είναι κουρασμένοι, από κάπου επιστρέφουν, τρίβουν τα μάτια τους, γέρνουν τα κορμιά τους, η κοπέλα αριστερά, ο νεαρός δεξιά, η κοπέλα στηρίζεται στη λεκάνη της, ο νεαρός στο γόνατό του.

Η μέρα τους ήταν γεμάτη, έχουν στις τσέπες τους: ένα εισιτήριο τουλάχιστον, ένα λαστιχάκι, μία ιστορία με έναν παράξενο μοναδικό χαρακτήρα -η κοπέλα με έναν σκύλο, ο νεαρός με μια άλλη κοπέλα- και ένα στυλό. Το Γκάζι από πάνω τους βρέχεται, ετοιμάζεται να ξενυχτίσει, εκθέτει, γεμίζει επισκέπτες και βουίζει. Είναι κι οι δυο τους όμορφοι. Η κοπέλα ξαφνικά το θυμάται και τινάζει τα μαλλιά της με αυταρέσκεια, ο νεαρός βλέπει τα μαλλιά της κοπέλας και ισιώνει το γόνατό του. Ετοιμάζονται να γνωριστούν, αν μη τι άλλο να συναντηθούν, ασχολούνται με την εικόνα τους. Ο νεαρός εντείνει το βλέμμα του και η κοπέλα τακτοποιεί το μαντήλι της.

Οι σκάλες κοντεύουν να τελειώσουν, γίνονται διάδρομος και χάνονται μέσα στο πάτωμα. Ο νεαρός κοιτάζει τον κώλο της κοπέλας και συγκεντρώνεται. Η κοπέλα χάνει τη συγκέντρωσή της και αλλάζει το βάρος στη λεκάνη της. Λίγο πριν σκοντάψει, πηδάει στον ακίνητο γρανίτη ανακουφισμένη και γυρίζει προς τα πίσω και κοιτάζει τον νεαρό. Τον περιμένει να φτάσει στο ύψος της.

Ο νεαρός φέρνει την μύτη του στον ώμο του, κολλάει τα χέρια του στο σώμα του, παίρνει μια βαθιά ανάσα και χύνεται στα σκαλοπάτια μέχρι που το πάτωμα τον ρουφάει ολόκληρο.

Η κοπέλα σκύβει πάνω από το τέρμα της κυλιόμενης. Ύστερα στέκεται όρθια, ψάχνει κάποιο πρόσωπο που να μοιράζεται την έκπληξή της, συνοφρυώνεται και παραπατάει μέχρι την αποβάθρα.




Δανάη Δάσκα

Saturday 10 November 2007

Τα πρώτα 48 λεπτά


Αμερικάνικη Πρεσβεία

12 Ιανουαρίου 2007

Χαράματα

Soundtrack: Mamas and The Papas:Stop Children what’s that sound



- Σκατά!

- Το πέτυχες;

- Πάμε

Μπαίνουν γρήγορα μες στο αυτοκίνητο που σπινάροντας κατεβαίνει την οδό Λαμψάκου και στρίβει δεξιά στην Μιχαλακοπούλου.

Ο συναγερμός έχει ήδη αρχίσει να χτυπάει. Οι δυο φρουροί μπροστά από την πρεσβεία έχουν βγει με τ’ αυτόματά τους οπλισμένα και καλούν σε πανικό κάποιον να τους βοηθήσει. Οχήματα της αστυνομίας καταφθάνουν από παντού ενώ όλες οι μονάδες της Αττικής που περιπολούν, παρατάνε τους πρωινούς καφέδες και τις αχνιστές τυρόπιτες κι αρχίζουν να ψάχνουν. Για ποιον;

Αφήνουν το αυτοκίνητο εκεί που το βρήκανε, παίρνουν ένα άλλο που τους περιμένει και πηγαίνουν στην «γιάφκα» να κρύψουν το σωλήνα που καπνίζει ακόμα.

Ειδοποιείται ο πρωθυπουργός, η υπουργός εξωτερικών, ο δημοσίας τάξης, ο πολιτισμού γιατί μπορεί κάτι να γνωρίζει, ξεσηκώνονται όσοι είχαν ποτέ εργαστεί στην αντιτρομοκρατική, ξυπνάνε το διευθυντή της αστυνομίας που είχε πάει σε μια δεξίωση κάποιου Αιγόκερω και προσπαθούν να καθησυχάσουν τους αμερικανούς υπηκόους οι οποίοι λες και περίμεναν πάνω απ’ τα τηλέφωνά τους την επίθεση, ρωτάνε, βρίζουν και λιποθυμούν συγχρόνως.

Στους τοίχους του δωματίου υπάρχουν πορτρέτα του Τσε, διπλώματα νομικής και πολιτικών επιστημών αγορασμένα από τα παλιατζίδικα στο Μοναστηράκι, μια φωτογραφία ταυτότητας του Κουφοντίνα απ’ αυτές που κυκλοφορούσαν τότε στις εφημερίδες μεγεθυμένη σε φυσικό μέγεθος, ένας οπλοβαστός άδειος κι ένα εικονοστάσι με τον Ιησού να γκρεμίζει τους πάγκους των εμπόρων στον ναό. Λύνουν τον σωλήνα εκτόξευσης και κρύβουν τα στελέχη του στο κουτί του νεσκαφέ, σ’ έναν λούτρινο τάρανδο αφύσικων διαστάσεων και μέσα στο λιγδιασμένο μπουρί του απορροφητήρα.

Η περιοχή γύρω από την πρεσβεία αποκλείεται, καταφθάνουν πυροτεχνουργοί και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και γίνεται ένας ψιλοχαμός μέχρι ν’ αποφασιστεί ποιοι επιτρέπεται να μπουν στον αποκλεισμένο χώρο και ποιοι όχι. Οι πυροτεχνουργοί δυσκολεύονται να πείσουν τους αστυνόμους γιατί δεν φοράνε τις χαρακτηριστικές τους στολές με τις οποίες τους γνωρίζει όλος ο κόσμος, ενώ οι δημοσιογράφοι, πιάνοντας κουβεντούλα και χαρίζοντας ζαχαρωτά καταφέρνουν να πιάσουν το λαβράκι απ’ την ουρά.

Βγάζουν τα ρούχα τους και τις πλαστικές ψεύτικες μύτες που φοράνε, ντύνονται ξενύχτηδες και βγαίνοντας προσεχτικά απ’ το κρησφύγετο, κατευθύνονται με τα πόδια στην καντίνα με τα βρώμικα δίπλα στο Holiday Inn.

Τις έρευνες δυσχεραίνει εξαιρετικά το ξημέρωμα που αργεί να έρθει καθώς επίσης και το γεγονός ότι δεν έχει φτάσει ούτε ο θυρωρός, ο μόνος που γνωρίζει πού είναι οι διακόπτες των φώτων. Και φυσικά όλοι ξέρουν πόσο κρίσιμα είναι τα δύο πρώτα εικοσιτετράωρα… Φήμες ακούγονται ήδη για ξένο δάκτυλο, άλλοι μιλούν για εγχώριους αντίχειρες ενώ κάποιοι λίγοι δεν κοιτάζουν το δάχτυλο, αλλά το υπέροχο φεγγάρι που δεν έχει ακόμα δύσει.

Στην καντίνα της Μιχαλακοπούλου, μέσα στις άριες των σειρήνων οι δυο φίλοι παραγγέλνουν ένα με απ’ όλα.

- Το πέτυχες;

- Δεν ξέρω.

- Ποιος ξέρει;

- Θ’ ακούσουμε στις ειδήσεις

Τρώνε και πάνε για ύπνο χορτάτοι, ενώ η μέρα μόλις χαράζει.

Δημήτρης Κουρούμπαλης

Πάρκο με λίμνη


ΙΛΙΟΝ, Πάρκο «Αντώνης Τρίτσης»

http://park.ornithologiki.gr/docs/Map.pdf

Τετάρτη 22:15

Soundtrack: Beirut, Mount Wroclai

Πάνε οι δυο τους στο πάρκο που η μία βγάζει βόλτα το σκύλο της, τώρα τελευταία. Θέλει να της δείξει τη λίμνη που ανακάλυψε.

Μπαίνουν από την κεντρική είσοδο. Μόνο η μία από τις τρεις πόρτες είναι ανοιχτή και στριμώχνονται βλακωδώς με μια μητέρα με καρότσι. Προσπερνάνε γρήγορα και αμήχανα. Η μία τρέχει μπροστά από συνήθεια λόγω σκύλου, ενώ η άλλη μουρμουράει μήπως έχει τίποτα ναρκομανείς εκεί πέρα και καλύτερα να πηγαίνουν απ’ τα φώτα.

Όχι, της λέει, το φυλάνε, κι είναι όλο οικογένειες, με καφετέρια και λούνα παρκ, θα δει, φανταστικά!

Παίρνουν ένα καλαμπόκι που αρέσει σ’ αυτή με το σκύλο και η άλλη μπαίνει στην καφετέρια για νερό. Είναι τεράστια, industrial και παίζει δυνατή μουσική. Χαζεύει για λίγο τη μπαργούμαν που πίνει νερό με το καλαμάκι και φεύγει, αν και θα ‘θελε να κάνει το ίδιο.

Συνεχίζουν προς τη λίμνη. Σε λίγο περνάνε μπροστά απ’ το λούνα παρκ. Έχει μόνο αυτές τις πανβάρετες βάρκες που πάνε πέρα δώθε, σκοποβολή και συγκρουόμενα. Στην πίστα δύο κοριτσάκια χορεύουν «Θα ΄ναι σα να μπαίνει η Άνοιξη». Ζηλεύουν και κοιτάζονται στιγμιαία.

Σε λίγο φτάνουν στη λίμνη και κάθονται σε μια ξύλινη εξέδρα που ‘χουν χτίσει πάνω στο νερό.

-Τις προάλλες καθόταν εδώ μια παρέα με κιθάρες και ζήλευα που εγώ ήμουν μόνο με το σκύλο.

Της άλλης της ακούγεται ντεμοντέ αλλά δεν φέρνει αντίρρηση γιατί ψιλοκουνάει εκεί πάνω και τη βρίσκει.

Πάπιες και λίγα σκουπίδια συνθέτουν το γύρω σκηνικό κι ένας ασυνάρτητος διάλογος αρχίζει.

-Ωραία είναι εδώ, λέει αυτή με το σκύλο και κάθεται οκλαδόν, θα θελα να ‘μενα μέσα στο πάρκο...

- Σαν το εξωτερικό είναι, λέει η άλλη, σαν το εξωτερικό της Ελλάδας. Οι λίμνες είναι λίγο θριλερικές πάντως. Πιο πολύ απ’ ότι η θάλασσα.

-Κάτι πετάχτηκε. Γυρίνος δε λέγεται;

-Φταίει που δεν φαίνεται ο βυθός και δεν ξέρεις τι υπάρχει από κάτω, συνεχίζει η άλλη.

-Να το πάλι! Θα ‘στηνα τη σκηνή εκεί πίσω, μέσα στο δασάκι.

-Από πάνω καθρέφτης κι από κάτω θολούρα. Α να το, το ‘δα! Θα ‘χεις και κοτζάμ καθρέφτη εδώ.

-Έλα να κοιταχτούμε να δούμε αν είμαστε όμορφες απόψε. Αυτή με το σκύλο σκύβει με τα μούτρα στη λίμνη και τα μαλλιά της βρέχονται.

Η άλλη αρχίζει να βαριέται και πεινάει, μα σύντομα θα τους συμβεί κάτι εκπληκτικό ή ασυνήθιστο.

-Να σου πω κάτι; Είχες δίκιο χτες, ξεφυσά αυτή με το σκύλο, πάλι εγκαταλείπω. Μην κουνιέσαι συνέχεια, κουνιέται κι η κωλοεξέδρα.

- Μαλακίες. Αυτή η βλακεία της λίμνης συνεχίζει να πετάγεται, μονολογεί η άλλη.

- Από αδυναμία.

- Κι εγώ παραμένω. Από αδυναμία. Να το πάλι! Κι όλο δεν το προλαβαίνω.

- Το ξέρω και λυπάμαι. Και για τις δυο μας.

- Το τέρας του Λιος Νες θα ‘ναι μάλλον. Και μου φαίνεται ότι μας πλησιάζει.

- Σκάσε γιατί εγώ πιστεύω σ’ αυτά. (εννοεί τους εξωγήινους, τα όνειρα, τα ζώδια και τις μαύρες τρύπες). Εγκαταλείπω γιατί δεν θέλω να σπάσω δεσμούς που με κρατάνε ασφαλή και όλο μένω εκτός και κωλώνω και δε ζω τίποτα. Τίποτα συνταρακτικό. Υπηρετώ το μότο της καλής διαχείρισης κι εξοικονόμησης δυνάμεων.

Καταιγισμός σκέψεων-ανυπόφορων τύψεων αυτής με το σκύλο, ενώ αρχίζει κι έχει πολύ υγρασία.

- Αρχίζει κι έχει πολύ υγρασία, λέει η άλλη και τεντώνει τη μπλούζα μέχρι τους αστράγαλους. Παραμένω, επειδή εσύ εγκαταλείπεις. Από πεισματική ηλιθιότητα και εφηβική εμμονή περί συλλογικότητας. Σαν χαλασμένο αρκουδάκι που’ χει βρει σε τοίχο και εξακολουθεί να χτυπάει το κεφάλι του μέχρι να πέσει ξερό, λόγω κακής διαχείρισης και καμίας εξοικονόμησης δυνάμεων. Δεν κουνήθηκα εγώ τώρα, αλήθεια.

Καταιγισμός τύπου αληθοφανών συμπερασμάτων της άλλης, ενώ η λίμνη κάνει ελαφρούς κυματισμούς, πράγμα παράξενο για λίμνη.

- Η λίμνη κάνει ελαφρούς κυματισμούς, πράγμα παράξενο για λίμνη, συνεχίζει η άλλη.

- Γύρισα χτες σπίτι κι έκλαιγα με λυγμούς για τη σκατά θέση στην οποία βρίσκομαι και που σ’ απογοητεύω. Όλους. Και μου ‘ρχεται και τώρα να βάλω τα κλάματα αλλά αν δεν κουνιέσαι εσύ, φοβάμαι λίγο, γιατί ίσως είναι κάτι κάτω από την εξέδρα. Ίσως είναι «αυτό».

Η λίμνη έχει σκεπαστεί με ομίχλη, έχει σχεδόν εξαφανιστεί και αυτό που τις πλησίαζε, τις έφτασε τελικά.

- Είναι σαν ταινία, φωνάζει η άλλη, και την αγκαλιάζει. Κι εγώ χτες, ήθελα όλη τη μέρα να σε παίρνω τηλέφωνο και να σου λέω πόσο σίχαμα είμαι που σε στεναχωρώ και πόσο σ’ αγαπώ κι ότι θα τα καταφέρουμε κι έτσι αποτυχημένες.

Αγκαλιάζονται και κλαίνε γελώντας, ενώ τα μαλλιά τους είναι πια ηλεκτρισμένα και υγρά. Υπό άλλες συνθήκες η άλλη θα’ βριζε και θα ψεκάζονταν με λακ κι αυτή με το σκύλο θα τα πιάνε αλογοουρά.

Η λίμνη έχει αρχίσει να κοχλάζει και η εξέδρα να στροβιλίζεται.

«Αυτό» -ας το πούμε Λιος Νες, παρόλο που δεν του πάει γιατί είναι πολύ γλυκό αν και πελώριο- βρίσκεται όντως το μισό κάτω απ’ την εξέδρα. Το άλλο μισό έχει ξεδιπλωθεί από πάνω τους και τις κοιτάζει μάλλον συγκινημένο. Εκείνες τσιρίζουν.

Μα, το Λιος Νες τις τυλίγει στοργικά στην ουρά του, τις βάζει με μια κίνηση στο στόμα του και βυθίζονται, αφήνοντας πίσω τους αμέτρητες μπουρμπουλήθρες.

Σε λίγο είναι πάλι όλα, όπως πριν. Η λίμνη, οι πάπιες και τα κοριτσάκια στο λούνα παρκ. Αυτές, δεν ξέρουμε αν φαγώθηκαν αγαπημένες από το συγκινημένο Λιος Νες, ή αν σώθηκαν σε μαύρα χάλια, επειδή τις ξέρασε κάπου στην πίσω μεριά της λίμνης.
Δύο μέρες μετά, συνεργεία του δήμου αποξήραιναν τη λίμνη, ως εστία μόλυνσης για το πάρκο και τη γύρω περιοχή, ενώ κάποιοι χάζευαν ένα χαλασμένο δράκο του λούνα παρκ που ανέσυρε ο γερανός από το βυθό και γέμιζε τον κόσμο μπουρμπουλήθρες.

Άννα Μαρτίνου

Friday 9 November 2007

Μυωπία


Πολεμικό Μουσείο

Βασιλίσσης Σοφίας

23:45 μ.μ.

Soundtrack:The greenhornes, Unnatural habitat

O Μενέλαος Κοζάλος, πατέρας μίας κόρης και δύο αγοριών, ετών 67, περιμένει ταξί. Ο καιρός είναι υγρός. Ο Μενέλαος Κοζάλος δεν αγαπά τη τέχνη. Σχεδόν συνειδητά δεν του αρέσει οτιδήποτε εικαστικό, μουσικό, οπτικοακουστικό. Δεν έχει καμία ιδιαίτερη σχέση με το φαγητό, και αυτή τη στιγμή, στο τέλος μιας μεγάλης μέρας, δεν πεινάει. Προτιμά να μην περπατάει και έχει να κοιτάξει γύρω του χρόνια. Η πόλη τού είναι άχρηστη σε αυτή την εποχή της. Του αρέσουν τα αεροπλάνα, τα μαχητικά αεροπλάνα. Στο σπίτι του, μεγάλο μέρος της βιβλιοθήκης του καταλαμβάνει μια συλλογή από περιοδικά «Πτήση». Όταν τα διαβάζει προσέχει πολύ να μην τσαλακώσει τις σελίδες και να μην φθείρει την ράχη τους. Ο Μενέλαος Κοζάλος έχει 4 βαθμούς μυωπίας στο αριστερό του μάτι και 2 στο δεξί. Σαν παιδί είχε κλίση στα μαθηματικά, ειδικά στην γεωμετρία, στη φυσική και στη μουσική. Όταν ο Μενέλαος παίζει πιάνο τα δάχτυλά του μπορούν να σταματήσουν κάθε συζήτηση σε ακτίνα 100 μέτρων. Αλλά δεν παίζει πιάνο, απλά ξέρει να το κάνει. Έχει πέσει μία φορά από το ποδήλατό του και δεν ξαναδοκίμασε να ανέβει σε οτιδήποτε δίτροχο ποτέ κι όχι από φόβο, απλά επειδή δεν υπάρχει λόγος να συγχωρείς τον χρόνο για τα λάθη σου. Για λόγους προφανείς σε όσους διάβασαν τις παραπάνω γραμμές, ο Μενέλαος δεν έγινε πιλότος πράγμα που τον ενοχλεί αφάνταστα. Θα προτιμούσε να έχει μυωπία στα ακροδάχτυλα και να μην μπορεί να νιώσει το δέρμα της γυναίκας του, Σοφίας, το χιόνι της πατρίδας του, Ηπείρου, τον ηλεκτρισμό της οθόνης της τηλεόρασής του, Samsung. Αυτά κάνει με τα δάχτυλά του ο Μενέλαος Κοζάλος. Χαϊδεύει την γυναίκα του, τα βυθίζει στο χιόνι και καθαρίζει την σκόνη της τηλεόρασης. Και θα τα αντάλλασσε όλα, μαζί με την υπακοή των πλήκτρων του πιάνου, για μια ώρα πτήσης γεμάτη ελιγμούς. Τα παιδιά του έχουν μεγαλώσει.

Βρίσκεται στο αγαπημένο του μέρος στην Αθήνα, νιώθει το κρύο και περιμένει. Στις 23:45 ακριβώς αποφασίζει να μπει στον προαύλιο χώρο του Πολεμικού Μουσείο των Αθηνών, να σπάσει το τζάμι της πόρτας και να κάτσει στο πιλοτήριο ενός εκ των εκθεμάτων.

Το αεροσκάφος Δαίδαλος, πέταξε και σκότωσε στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων. Στέκεται καθαρό δίπλα σε μια λεωφόρο με μεγάλα κτήρια, μακριά από κάθε ιδέα χώρου για να αναπτύξει ταχύτητα και με την μύτη του τόσο υπερυψωμένη όσο χρειάζεται για να βλέπει τον τελευταίο όροφο της απέναντι πολυκατοικίας. Ο ουρανός βρίσκεται μονίμως εκτός της ορατότητας του Δαίδαλου και ζηλεύει ακόμα και τον πιο επιπόλαιο νεαρό της σχολής Ικάρων που στις παρελάσεις τού κρύβει για δευτερόλεπτα τον ήλιο. Έχει ένα μπάλωμα στην ουρά που δεν φαίνεται πια και του το θυμίζει μόνο ο ξεναγός. Οι καλύτερές του στιγμές είναι όταν ο ξεναγός περιγράφει το στιγμιότυπο του ηρωικού τραυματισμού του και το κοινό καταφέρνει να γνέψει με έναν ελάχιστο θαυμασμό.

Ο Μενέλαος κι ο Δαίδαλος θέλουν εξίσου να απογειωθούν. Ένα μαντήλι από αυτά που μόνο τα στερεότυπα έχουν στην μπροστινή τσέπη του σακακιού τους τυλίγεται γύρω από τα μάτια του Μενέλαου κι ο Δαίδαλος γλείφει την κορυφή του Λυκαβηττού. Τα σίδερά του τρέμουν και ο πιλότος του γελά. Ο Μενέλαος Κοζάλος πετάει, πάνω από τον υγρό καιρό, από τα ταξί, σε ύψος 67 χρόνων επιθυμίας. Στρίβει τον Δαίδαλο στα αριστερά και γκρεμίζει τις κεραίες, στο τσακ σκαρφαλώνει τον Υμηττό. Σειρήνες γεμίζουν τον ήχο κι ο εχθρός πρέπει να αναχαιτιστεί. Ο Δαίδαλος στροβιλίζεται γύρω από τον άξονά του, σχηματίζει κύκλους στον ουρανό της Αττικής, βρέχει την σκουριά του στις ταράτσες και βήχει καπνό. Λερώνει την πόλη με τον παλιό του θόρυβο, απ’ αυτούς που ακούς να ‘ρχονται κι όχι να φεύγουν.

Μα είναι πολλοί, είναι τόσοι πολλοί αυτοί που καταφθάνουν και δεν σαστίζουν παρά μόνο για λίγο μπροστά στον αιφνιδιασμό. Περικυκλώνουν το γέλιο και τον βρίσκουν στο φτερό. Στις 24:01 ακριβώς ο Μενέλαος Κοζάλος συνετρίβει. Στην αγκαλιά των εχθρών του που του έβγάλαν το μαντήλι είπε, «δεν νιώθω τα χέρια μου».

Δανάη Δάσκα