Wednesday 20 February 2008

Και οι δύο

Ώρα: Κάποια απ’ τις πρώτες πρωινές

Τόπος: αναφέρεται ξεκάθαρα στην ιστορία

Soundtrack: Σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία

Είναι κι οι δύο άσχημοι. Είναι αργά, πολύς κόσμος μπροστά στην καντίνα (έχουν σχολάσει τα μαγαζιά). Οι δυο τους τρώνε παραπατώντας το βρώμικο. Κάτι της είπε. Όχι γλυκό. Κι εκείνη τον έβρισε μέσα απ’ την γαμψή της μύτη. «Γαμώ το Χριστό σου!», φώναξε ο τύπος, πετάει το φαγητό στο δρόμο, σηκώνει το χέρι και την χτυπάει. Δεν αντιστέκεται. Δεύτερη γροθιά, εκείνη σκύβει απ’ τον πόνο, τρίτη, χωρίς λόγια. Σαββατόβραδο στην Μιχαλακοπούλου. Ένας σκύλος τρώει αυτό που έπεσε στο δρόμο. Οι άλλοι κοιτάζουμε. Τι να κάνεις; Να καλέσεις την αστυνομία; Και τι να πεις; Ότι φταίει… ποιος; Την παίρνει αγκαλιά. «Έλα… σπίτι…», της λέει. Φεύγουνε. Κι οι δύο άσχημοι. Κι οι δύο μαζί. Δ.Κ

Saturday 16 February 2008

Νιφάδες Σιβηρίας


Χρόνος: 4:30μ.μ. 15/2/2008

Τόπος: Κάπου ψηλά

Soundtrack: The Album Leaf, Over the pond

Το πρώτο σμήνος πέταξε σε σχηματισμό του αριθμού 8 ή του συμβόλου του απείρου, για όσους το προτιμούν. Το δεύτερο δεν κατάφερε να κρατήσει ούτε σχηματισμό, ούτε αριθμό, έσπαγε σε μικρότερα μαύρα συννεφάκια από τον αέρα. Έφευγαν τα τελευταία πουλιά της Αθήνας, ακολουθούσαν το φως στο πορτοκαλί του. Άναβαν λάμπες και πορτατίφ, το ένα μετά το άλλο τα παράθυρα άλλαζαν πρόωρα βάρδια, γίνονταν από δέκτες, πομποί.

Σαν βιτρίνες γέμισαν κούκλες που πλησίαζαν τα τζάμια, έτριβαν τους ώμους τους και περίμεναν να περάσει. Κάποιοι είχαν κακά νέα και δεν πρόσεχαν τον καιρό, κάποιοι είχαν πεθυμήσει τα σπίτια τους και έστρωναν τραπέζια και παπλώματα, κάποιοι είχαν αναλάβει υποχρεώσεις. Μια κεραία που έπεσε, ένα γάμο, ένα ραντεβού, δουλειά, ένα διάστρεμμα στον αστράγαλο, φαγητό για αύριο.

Το τρίτο δεν ήταν σύννεφο, ήταν πολύ κοντά και έβλεπες το φτερούγισμα σε υψηλή ανάλυση. Μια πολυκατοικία μπροστά, ένα τετράγωνο πίσω τα πήγαινε ο αέρας και ξανά, όλα μαζί και μόνο το πρώτο στην αιχμή να βλέπει τον ήλιο. Τα άλλα τις ουρές των θηλυκών τους. Οι κόρνες σε παροξυσμό, η υπομονή με κακή μόνωση και οι γυμνοί των δρόμων με τα δίτροχα να ελπίζουν ότι θα ξεκλειδώσουν κάπως τα γόνατά τους. Τα μπαλκόνια σε αχρηστία, τα ταξί περιζήτητα, τα νησιά αποκλεισμένα και τα δρομολόγια σε αναμονή.

Τα πιτσιρίκια με πυτζάμες τραβάνε τα χείλια και τα αυτιά γονέων και κηδεμόνων που δεν μπορούν να φύγουν. Σούπες βράζουν σε κεραμικές εστίες, λίγες καμινάδες καπνίζουν και επικρατούν ως μόνη μυρωδιά στον κόσμο, τα καλοριφέρ συστέλλονται, τα καφέ δυναμώνουν τη θέρμανση και χαμηλώνουν τα ντεσιμπέλ. Ο ηλεκτρισμός ακόμα παρέχεται. Τα σήματα δυσκολεύονται. Ο Λυκαβηττός αχνοφαίνεται, η Πάρνηθα εγκαταλείπει τον ορίζοντα. Ο βασιλικός καίγεται στον πάγο και δε θα παρθούν για κάποια ώρα αποφάσεις, μόνο προσωρινά μέτρα.

Είναι πέντε τώρα μαζεμένα στο κάδρο του αφηγητή, πέντε σμήνη πουλιών σαν βεγγαλικά ανοίγουν τη διάμετρό τους και εκρήγνυνται σε μικρότερα σύνολα.
Χιονίζει, σε αστικό περιβάλλον.

Δ.Δ.

Tuesday 12 February 2008

1+2


Χρόνος: Καθημερινές, Κυριακές κι αργίες

Τόπος: Ένα γυαλιστερό κτήριο εργασίας, Αθήνα

Soundtrack: Le Tigre, Deceptacon


Ήταν 2.

Για καιρό ζούσαν ίδια. Πριν ούτε που γνωρίζονταν.

Ξυπνούσαν πρωί. Η 1 με τσίμπλες και γκρίνια που ύστερα έφευγαν. Η 2 με γέλιο και lip-gloss που ύστερα έφευγαν.

Mπαίναν σ΄ ένα inox ασανσέρ που τις σταματούσε στο 2ο για κάρτα και μετά στον 4ο για όλο το υπόλοιπο.

Παράγγελναν: καφέ σκέτο και κρουασάν για την 1, καφέ με πολλά κι όχι κρουασάν, αν και πολύ θα το ΄θελε, για την 2.

1ο τσιγάρο. Αρχικά μπαλκονάτο. Μετά την απαγόρευση στο κρύο αίθριο.

Μεγάλες ρουφηξιές και σπαστικές κινήσεις. Τέλειωνε πρώτη η 1 φυσικά, κι έμεναν οι κουβέντες στη μέση. Έτρεχε από πίσω η 2 να προλάβει.
Ανέβαιναν και συνέχιζαν ακάθεκτες.
Νεύρο και Άγχος. Χαρτιά η 1. Τηλέφωνα η 2.

Deadlines deadlives

Χαρά και Συνωμοσία.

-1: Τι όμορφο που είσαι σήμερα;

-2: Μόνο εσύ το βλέπεις.

Υπόγεια γέλια-τηλέφωνα εσωτερικά

-2:Τι λες για σήμερα;

-1: Παρά δέκα.

Φαντασμαγορικές πλεκτάνες και εγκλήματα: κατεδαφίσεις, καταστροφές δεδομένων, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, λογοτεχνικοί έπαινοι για τις ίδιες. (Να σκάσουν οι κακοί από ζήλια). Όλες τελείωναν με προσευχή στον Άγιο Αναρχικό των Εξαρχείων να «χτυπήσει» επιτέλους τον μπλε-ελεκτρικ σατανά.
Του κάκου.

-1:Φουουου

-2:Ξεεφουου

Το νεανικό τάλαντο κι η ομορφιά φαγωνόταν ανάμεσα σε τόνους σελίδων και φλιπαρισμένες οθόνες.
Πρησμένα μάτια, κώλοι καρέκλας γραφείου.

-1:Πρέπει κάτι να κάνουμε με την κατάστασή μας.

-2:Ναι, ναι δεν πάει άλλο.

2ο τσιγάρο.

Φαντασμαγορικά όνειρα και πάρτι.
Εκεί τις έκοβαν πάντα. Τις μάτιαζαν. Βέβαια.

Τέλειωνε η μέρα.

Ξανά στο inox ασανσέρ: η 2 ίσιωνε τα μαλλιά της 1. Η 1 έδιωχνε από την 2 τις εμμονές-θερμιδικές, καταναλωτικές, στομαχικές.

Σέρνονταν γρήγορα έξω και ξανάπαιρναν κανονικό σχήμα.
1+2 για βόλτες και καφέδες. Πασίχαρες. Η 1 στη βροχή, η 2 στον ήλιο.
Με κουσούρια.
Η 1 εξακολουθούσε να συσπά κάθε μέλος, χέρια-μάτια-ρεσιτάλ ποδιού.
Η 2 εξακολουθούσε να συσπά κάθε όργανο, έντερο-παχύ κ λεπτό-κοιλιακοί (εξεπίτηδες).
Δεν τις ένοιαζε. Χώριζαν

-1: Γεια σου μανάρι.

-2: Γειααα σου κοριτσάκι.

Είχαν να χαίρονται γιατί αύριο παρά την κόλαση.
Ήταν 2.

Όπως το φαντάστηκες η μία έφυγε. Διάλεξε εσύ όποια θες. Αλλά αυτές ζουν πάλι κάθε μέρα το ίδιο. Η 1 της τηλεφωνά πάλι στα κρυφά και η 2 γελά συνωμοτικά κάθε φορά που βγαίνει από inox ασανσέρ.

A.M.

Saturday 9 February 2008

Τσίκνα

Οδός Αριανίτου, Νεάπολη Εξαρχείων

21:15, Παρασκευή

Soundtrack: Αχαρνείς, Σαββόπουλος, Διάλειμμα, στείλε τον τραγουδιστή στο πόδι του

«Λιώνουν τα γουρούνια, λιώνουν τα γουρούνια στις σχάρες. Τίποτα δεν λιώνει σαν τα γουρούνια, δεν ξέρουν τι χάνουν αυτοί οι μουσουλμάνοι.»

Πήραμε τη στροφή και μας χτύπησαν τη μύτη. Κουβαλούσαμε ο καθένας μια τσάντα με βιβλία και χαρτιά και υπερωρίες. Πεινούσαμε -γι’ αυτό είχαμε βρεθεί- και περπατούσαμε βιαστικά να βρεθούμε στη ζέστη και την τροφή. Πρέπει να περίμενε ώρα στην είσοδο της πολυκατοικίας για κάποιον με τις προδιαγραφές μας. Αρκετά νέοι για να ξέρουν από τεχνολογία, αρκετά κουρασμένοι για να μπορούν να σταματήσουν. Με την εμπριμέ ποδιά, άσπρο μικρό ανθάκι σε μαύρο χαροκαμένο φόντο, το δέρμα στα χέρια να μοιάζει περισσότερο με χαρτάκι rizzla γαλάζιο παρά με ζωντανό ιστό, την πλάτη γερμένη στις σωστές μοίρες και τη φωνή σπασμένη με γρέζι, τρέμουλο και χρόνια έσυρε τις παντόφλες της στην άσφαλτο με το κινητό στο χέρι απλωμένο σαν να ετοιμαζόταν να μας το χαρίσει.

«Χτυπάει όλη την ώρα αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να κοιμηθώ
«Γιατί δεν το κλείνετε;»

«Δεν ξέρω πως να το κλείσω, το’ χω πάρει για να με βρίσκει η κόρη μου.»
«Ε τότε μπορεί να σας κάνει αναπάντητες για να την πάρετε.»
«Δεν μπορώ να πάρω τηλέφωνο, γι’ αυτό το πήρα το ρημάδι για να με παίρνει εκείνη. Αλλά χτυπάει όλη την ώρα και δεν μπορώ να κοιμηθώ.»
«Το απαντήσατε; Άμα ξαναχτυπήσει πατήστε το πράσινο κουμπί.»
«Το πατάω και δεν είναι κανείς, έχει χαλάσει, δεν ξέρω τι να κάνω και δεν με παίρνει κι εκείνη η κόρη μου να μου πει τι να κάνω.»
«Βγαίνει αριθμός στη οθόνη όταν χτυπάει;»
«Βγαίνει το όνομά της, νάτο κοιτάξτε, Νάντια.»
«Παρακαλώ, ναι. Δεν απαντάει, της κάνει αναπάντητες. Σταθερό έχετε;»
«Του ΟΤΕ; Όχι. Μόνο την κόρη μου έχω και γι’ αυτό μου το πήρε το ρημάδι για να με βρίσκει, τι να κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ.»
«Δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε, σας κάνει αναπάντητες, μπορεί να το’ χει στην τσάντα της και να πατιέται κατά λάθος.»

«Μα είναι δυο μέρες τώρα;»

Αρχίσαμε να περπατάμε σαν να αποφάσισαν τα πόδια και το στόμα να μην είχε ακόμα ολοκληρώσει. Η Νάντια αναβόσβηνε στο κινητό της γιαγιάς. Το δέρμα γίνεται χαρτί και ο διάλογος συνεχίζεται σε έναν άλλο αέρα ελεύθερο από τσίκνα. Που βρίσκεται η κόρη σας; Πηγαίνετε στο περίπτερο να την πάρετε από εκεί. Πάρτε την από το δικό μου κινητό. Έχει κάποιο πρόβλημα υγείας; Πάρτε λεφτά να πάρετε μια κάρτα. Θα σας περάσουμε εμείς τις μονάδες. Πεινάτε μήπως; Λιώνουν τα γουρούνια στις σχάρες. Μην ανησυχείτε.

«Αργά ή γρήγορα θα αποφορτιστεί.»

Δ.Δ.

Tuesday 5 February 2008

Πράσινη Γραμμή



Τόπος: Αθήνα, Ηλεκτρικός

Χρόνος: Πέμπτη βράδυ, 22:30.

Soundtrack: Ελευθερία Αρβανιτάκη, "Μείνε κοντά μου"



"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΟΜΟΝΟΙΑ"

Ηρθε και κάθισε απέναντί μου ένα ζευγάρι, αυτός στο παράθυρο, αυτή δίπλα του, κι οι δυο κάτι λιγότερο από τριάντα. Ένα δεύτερο ζευγάρι, ακαθόριστης ηλικίας αλλά σίγουρα πιο ηλικιωμένοι και με παλιομοδίτικα ρούχα ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα και στάθηκε πίσω τους. Ακούμπησαν στο κάγκελο πίσω απο το κάθισμα κι έριχναν συχνά ανήσυχες ματιές στους νεώτερους. Η κοπέλλα έμοιαζε καταπληκτικά με την κυρία--ήταν προφανώς οι γονείς της. Οι νεαροί από την πρώτη στιγμή κοίταζαν κι οι δυο ίσια μπροστά τους, το κενό. Αυτός όμως είχε καθίσει κάπως λοξά, ώστε το γόνατό του να ακουμπάει στο δικό της. Κάποια στιγμή φάνηκε να θέλει να της πιάσει και το χέρι αλλά μάλλον το μετάνωσε και κρατήθηκε. Την ένταση μεταξύ τους την έκοβες με το μαχαίρι, κάτι είχε προηγηθεί. Αρχισα να αισθάνομαι λίγο άβολα, σκεφτόμενος τη σκηνή: Ζευγάρι και γονείς μαζί έξω για ψώνια ή για φαγητό, και μετά καβγάς...

Μετά από μερικές στιγμές η μητέρα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και συμμάζεψε κάπως στοργικά ένα τσουλούφι που πετούσε από τα μαλλιά της νεαρής. Αυτή κοίταξε λίγο ενοχλημένα προς τα πάνω αλλά δεν είπε τίποτα. Η μητέρα μαζεύτηκε γρήγορα. Φαινόταν πολύ κουρασμένη, σαν να είχε να κοιμηθεί καλά πολύ καιρό, με μεγάλους κύκλους γύρω απ'τα μάτια της. Θα ήταν ίσως όμορφη κάποτε. Ο άντρας της από δίπλα φαινόταν ανυπόμονος και δεν της έριχνε ούτε μια ματιά. Σε λίγο του μίλησε, χαμηλόφωνα, αλλά ήμουν αρκετά κοντά για ν'ακούσω:

- Θα διαβάσεις τα παιδιά;
- Δε μπορώ απόψε, έχω να πάω στο συνδικαλιστικό, δεν τα'παμε, πάλι θα τα λέμε;
- Κάθε βράδυ αυτή η οργάνωση, έχω να σιδερώσω και να μαγειρέψω γι'αύριο, πότε θα προλάβω...
- Γιατί εγώ προλαβαίνω, νομίζεις; Κάθε μέρα στο γραφείο χίλια-δυό. Σήμερα μου φέρανε και καινούρια γραμματέα Περιφέρειας.

Εκείνη ξεροκατάπιε λίγο και κοίταξε το πάτωμα.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΒΙΚΤΩΡΙΑ"

Ο νεαρός αποφάσισε τελικά να σπάσει τη σιωπή.
- Τ'είναι ρε Πένυ;
- Τι "τ'είναι";
- Μου'χεις γυρίσει την πλάτη, τι έγινε; Έχεις τίποτα;
- Τι να'χω;
- Ε, αυτό ρωτάω!
Δεν απάντησε, κοίταξε μόνο τη μύτη της μπότας της και την κούνησε νευρικά.

Η κυρία έκανε πως δεν άκουσε το διάλογο των παιδιών. Είπε κοιτάζοντας αλλού:
- Καλή είναι;
- Ποιά;
- Η καινούρια.
- Ξέρω γω; Σήμερα ήρθε. Καμμιά ανιψιά κανενός θά'ναι.
Κοίταξε κι αυτός το πάτωμα και γύρισε λίγο προς το πλάι. Φάνηκε να εύχεται να μην είχε πεί τίποτα σχετικό.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΤΤΙΚΗ"

Η κοπέλλα ζάρωσε τη μύτη της και μίλησε μέσα από σφιγμένα δόντια.
- Ξέρεις πολύ καλά. Κάθε φορά που βγαίνουμε έξω, τα ίδια.
- Γιατί, τι έγινε πάλι;

Η φωνή του είχε την κούραση της απελπισίας, αλλά τα μάτια έδειχναν φόβο.
- Μη μου κάνεις το μαλάκα, Μιχάλη. Όχι το μαλάκα σε μένα!

Αυτός ζάρωσε και κοίταξε γύρω του κατακόκκινος. Προς εμένα δεν τόλμησε καν να γυρίσει, ήταν προφανές οτι το είχα ακούσει.

Η μητέρα ξαναμίλησε:
- Δεν προλαβαίνω να διαβάσω τα παιδιά, κι η μεγάλη έχει διαγώνισμα...
- Καλά, χαζή είσαι; Ρε δεν προλαβαίνω είπαμε! Παράτα με...

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ"

- Θα μου πείς τι έγινε;
- Η ταμίας στο Άττικα, Μιχάλη. Κι όχι μόνο.
- Τι με την ταμία; Ούτε καν της μίλησα-
- Ναι, εντάξει, οκέυ.
- Τι οκέυ; Έκανα κάτι;
- Το βλέπω, Μιχάλη, δεν είμαι ηλίθια. Νομίζεις οτι είμαι ηλίθια; Χαμογέλασες και την κοίταζες σαν μαλάκας. Μόνο το μπούτι που δεν της έπιασες.
- Ρε Πένυ τι λές; Που τα'δες αυτά;

Η νεαρή κόντεψε να ρίξει κάτω την τσάντα με τα ψώνια απ'τα νεύρα της. Η κυρία άπλωσε ξανά το χέρι της, τη μάζεψε και της την έδωσε. Η κοπέλλα την άρπαξε χωρίς να πει τίποτα. Το βλέμμα της κυρίας περιπλανήθηκε λίγο και γύρισε ξανά προς τα κάτω.

- Τι να φτιάξω γι'αύριο;
- Ό,τι θες, ξέρω γώ;
- Να κάνω πατάτες στο φούρνο, έχει και φαΐ από χθές...
- Κάνε ό,τι νά'ναι, ωχ.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΚΑΤΩ ΠΑΤΗΣΙΑ"

Η κοπέλλα κοίταξε προς τα πάνω τα ένα δυο άτομα που είχαν μπεί. Αυτός δεν τόλμησε ούτε ένα βλέμμα να ρίξει, μόνο κοίταζε το πλάι του προσώπου της.

- Και στο τραπέζι, την περισσότερη ώρα μιλούσες με την Ιωάννα.
- Για την εκδρομή λέγαμε, κάτι έπρεπε να πούμε. Τι να κάνω, να είμαι βουβός και να σε σερβίρω;
- Δεν μπορείς να μιλάς περισσότερη ώρα με τη φίλη μου απ'οτι με μένα!
- Πιο σιγά, δε χρειάζεται να μας ακούσουν όλοι!
- Ν'ακούσουν τι, οτι τά'χω μ'ένα μαλάκα;

Το κατάπιε και γύρισε το βλέμμα του ίσια μπροστά. Κοίταξα ψηλά να δω αν το είχε ακούσει αυτό η μητέρα. Δεν ήταν κανένας εκεί. Έψαξα το βαγόνι με το βλέμμα: άφαντοι. Ίσως να είχαν κατέβει στον προηγούμενο σταθμό και δεν τους είδα. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό θα έγινε, τι άλλο;

Γιάννης Ανδρεδάκης