Sunday, 2 December 2007

Μύγα στο τζάμι


Γωνία Lange Niezel και Ouderzijds, Άμστερνταμ

20:53 μ.μ
.

Soundtrack: Lou Reed - Perfect Day


“Θες λίγο μαύρο, φίλε; Τι ψάχνεις; Ό,τι θέλεις πες μου, τό’ χω. Κόκα, έκστασυ, τι θέλεις; Και γυναίκες άμα γουστάρεις μπορώ να σου βρω, κάνουν τα πάντα, τα πάντα. Ε; Λέγε, ρε φίλε...”

Είναι μερικές πόλεις που δεν αλλάζουν ποτέ, ό,τι και να γίνει. Το Άμστερνταμ είναι μια απ’ αυτές. Οι μαύροι με τη ράστα, την ψιθυριστή φωνή και το τυλιγμένο αλουμινόχαρτο στο χέρι θα’ ναι πάντα εκεί να σου βρουν ό,τι θέλεις, ρε φίλε. Αυτοί κι η βροχή. Μέχρι να φαγωθούν τα βουνά απ’ τα χρόνια και να γίνει όλη η Γη Πέυ Μπά. Κουνάω το κεφάλι αρνητικά για να φύγει ο τύπος και μαζεύομαι στο αδιάβροχό μου. Ένα ποδήλατο περνά ξυστά δίπλα μου, μετά κι άλλο ένα, το τρίτο σχεδόν με χτυπάει με το τιμόνι του, κι η μυρωδιά απ’ τις φρίττες και τη μαγιονέζα περιμένει κι αυτή τη σειρά της για να με χτυπήσει μόλις στρίψω αριστερά στο γλιστερό πλακόστρωτο. Βγαίνω στο κανάλι και στρίβω δεξιά, παράλληλα με τη ροή του καφετί νερού που πρέπει να’ ναι το ίδιο απ’ την εποχή του μπάρμπα-Ρέμπραντ. Δε μυρίζει πια. Το φτηνό άρωμα, η ακριβή σάρκα κι ο ιδρώτας το σκεπάζουν.

Είναι αμέσως μετά τη γωνία, στην πρώτη βιτρίνα, ανάμεσα στις τραβηγμένες, βαριές κόκκινες κουρτίνες και κάτω απ’ το ροζ-μωβ φθόριο που τρεμοπαίζει, σαν το φως που έχουν στα χασάπικα για τις μύγες. Μου χτυπάει το τζάμι της, όπως κάνει πάντα, μ’ όλους. Φοράει ένα χοντρό ασημένιο δαχτυλίδι για ν’ ακούγεται καλύτερα το χτύπημα. Στέκεται όρθια και χορεύει τον βουβό της χορό πίσω απ’ τη βιτρίνα, ασταμάτητα. Ένα μικροσκοπικό σετ εσώρουχα καλύπτουν (ή μήπως δείχνουν;) το προϊόν κι η ανοιχτή της παλάμη ανακοινώνει την τιμή: πενήντα.

Κοντοστέκομαι, κοιτάζω από πάνω ως κάτω και πλησιάζω αργά το παράθυρο. Δεν ξέρω γιατί το κάνω έτσι, σαν να πήγαινα κάπου αλλού κι άλλαξα ξαφνικά γνώμη. Αφού εδώ ερχόμουν. Το ξέρει; Σταματώ μπροστά στο τζάμι με ύφος αγοραστή έτοιμου για παζάρι. Δεν πρόκειται να παζαρέψω, αλλά έτσι για τη μούρη. Σταματάει το χορό και με κοιτάζει. Το μαύρο αδιάβροχο, το σκούφο μου, τ’ αξύριστα μάγουλα. Κάνω νόημα ότι θέλω να μπω. Σκέφτεται λίγο, ζαρώνει τη μύτη, και μου κάνει νόημα. “Όχι”. Με το χέρι μου λέει να πάρω δρόμο. Γυρίζω και φεύγω, ο αγοραστής απορρίφθηκε, η μύγα πήγε προς το φως αλλά δεν είχε δει το τζάμι. Δαγκώνομαι, τα μάγουλά μου καίνε, κι απομακρύνομαι.

“Θες λίγο μαύρο, φίλε;”

Γιάννης Ανδρεδάκης