Tuesday 27 January 2009

Γαλάζια Σύννεφα


Τόπος: Σταθμός μετρό “Ευαγγελισμός”, έξοδος Ριζάρη Χρόνος: πρωί προς μεσημεράκι Soundtrack: Mercury rev – Blue Clouds (Daniel Johnston cover)


Είχε ακόμη τρία τέταρτα μέχρι να λήξει η ισχύς του εισιτηρίου. Είχε κατέβει προς τα κάτω για δουλειές, βιαστική όπως πάντα, και βιαστική θα γύριζε στο σπίτι – άλλες δουλειές εκεί.
Έτσι πίστευε, τουλάχιστον. Αλλά όταν έφτασε στο σταθμό του μετρό, κάτι την σταμάτησε. 'Ίσως ήταν το εισιτήριο, που της έλεγε ότι είχε ακόμα “χρόνο”. Ίσως ο κουλουρτζής δίπλα στην έξοδο Ριζάρη, που υπέμενε στωικά το κρύο για να ταΐσει τα παιδιά του, και παρεμπιπτόντως και τους περαστικούς. Ίσως η συννεφιασμένη μουντάδα του πρωινού.
Ήταν διαφορετική αυτή η μουντάδα. Δεν είχε το συνηθισμένο σέπια του καυσαερίου, αλλά ένα αχνό γκρι, απαλό, σχεδόν γαλάζιο. Ένα γαλάζιο που έπεφτε πάνω στα χορτάρια – μα ναι, υπάρχει και λίγο πράσινο στο κέντρο της Αθήνας! - και τα έκανε πιο ζωηρά, πιο κρουστά, σχεδόν ζωντανά.
Έκατσε στο παγκάκι δίπλα από το πλακόστρωτο μονοπάτι και δεν έκανε τίποτα. Άκουγε μουσική μόνο, εκείνη την υπέροχη μελωδία που έκρυβε λίγη χαρά, λίγη μελαγχολία και πάρα πολλή αγάπη, και κοιτούσε το σταθμό, τους περαστικούς, τον κουλουρτζή, τον ουρανό, το πράσινο, το νεαρό δέντρο δίπλα στο παγκάκι.
Και τότε χαμογέλασε, γιατί παρατήρησε κάτι που δεν το είχε παρατηρήσει ποτέ κανείς – εκτός αν ήταν λίγο τρελός ή λίγο ερωτευμένος, ή, τέλος πάντων, όχι τόσο βιαστικός: Το δέντρο ήταν κούφιο.
Το κοίταξε και το ξανακοίταξε και της φάνηκε σαν να την κοίταζε κι εκείνο.

Κανείς από τους περαστικούς δεν κατάλαβε τι συνέβη μετά. 'Όλοι ορκίζονταν πως τη μια στιγμή μια κοπελίτσα καθόταν στο παγκάκι και την άλλη είχε εξαφανιστεί. Σαν να άνοιξε η γη και να την κατάπιε.

Αλλά το πως έγινε αυτό, κανείς δεν το είχε προσέξει.

The Pooka

Monday 12 January 2009

Λόγια του δρόμου


Τόπος: Εξάρχεια
Χρόνος: 31 Δεκέμβρη, κατά τις 3 το μεσημέρι.

Soundtrack: Paint it Black



Ανεβαίνουμε τη Χαριλάου Τρικούπη, πιασμένοι απ΄ το χέρι, περπατώντας αργά.
Στρίβουμε δεξιά στον πεζόδρομο, τη Δερβενίων. Είναι μεσημέρι, ησυχία, μιλάμε, κοιτάμε τα γκράφιτι. Μετά από λίγο ο δρόμος στενεύει για καμιά εικοσαριά μέτρα, έχει ζαρντινιέρες στ' αριστερά. Λίγο πριν τη μέση της στενωπού ακούω ένα θόρυβο πίσω, γυρίζω. Ένα σκούτερ έχει στρίψει κι αυτό στον πεζόδρομο αλλά δε χωράει να
περάσει δίπλα μας και περιμένει στο πλατύ κομμάτι.
Δεν αλλάζει κάτι, συνεχίζουμε να περπατάμε αργά, μιλώντας, και μόλις πλαταίνει ξανά ο δρόμος παραμερίζουμε λίγο και το σκούτερ περνάει δίπλα μας βιαστικά και με θόρυβο. Ο οδηγός γυρίζει λίγο το κεφάλι του και μας πετάει δυο λέξεις, αλλά δεν τις ακούμε καλά:

"...... .....είτε"

Γυρίζουμε ο ένας στον άλλον.
"Τι μας είπε;"
"Δεν ξέρω, το'χασα..."
"..."
"Κατι σαν 'Πολύ καθυστερείτε!'"
"Ναι, κάτι τέτοιο..."
"Το μαλάκα, του καθυστερήσαμε τη φοβερή του αποστολή για να περπατήσουμε 10 μέτρα..."
"Κι είμαστε και σε πεζόδρομο, τι ήθελε δηλαδή, να μπούμε στα δέντρα για να περάσει το γαμω-σκούτερ του;"
"..."
"Μπορεί και να μας έβρισε."
"Ναι, θα μπορούσε να ήταν και 'Αντε γαμηθείτε'..."
"Ε, ναι, τι τρόπους περιμένεις τώρα από τους κάφρους..."

Συνεχίζουμε να περπατάμε, κι αγριεύω σκεφτόμενος, όπως μου συμβαίνει συνήθως:

Γιατί ρε μαλάκα να μας βρίσεις, τι σου κάναμε; Έπρεπε να τρέξουμε να σου αδειάσουμε τη γωνιά; Ούτε ταξιτζής ήσουνα, που κυνηγάς το μεροκάματο, και καλά, ούτε ντελίβερυ ούτε τίποτα...

Κρίμα, από μηχανόβιους περίμενα καλύτερα... Πάει, χάλασαν κι αυτοί... Τους κατάπιε η πόλη-τέρας, τους έκανε κι αυτούς τέρατα και σε λίγο θα μας πατάνε, τους πεζούς, αλύπητα, όταν είμαστε στο δρόμο τους.

Κι εγώ μηχανή οδηγούσα στην Αθήνα, λες να έκανα κι εγώ τα ίδια; Μπα, όχι...
Ή μήπως...

Θα' θελα να σε δω να περνάς με κόκκινο απ' τη βιασύνη σου, ρε καριόλη, στην
Ιπποκράτους, και να' ρχεται λεωφορείο απ'την άλλη μεριά... να δω τι θα κάνεις...
Άκου εκεί "καθυστερείτε". 'Η "γαμηθείτε". 'Η ...

Και ξαφνικά συνειδητοποιώ τι είπε, και νιώθω ένα χαστούκι, πάρα πολύ δυνατό,
να με χτυπάει, και κοκκινίζω, και ντρέπομαι, και θέλω να τρέξω να τον βρω και
να του ζητήσω συγνώμη για όλ' αυτά που σκέφτηκα γι' αυτόν, που τον είπα τέρας
και καριόλη, που τον έκανα ένα με την πόλη, που ευχήθηκα να πάθει κακό...
Ποιός είναι το τέρας τώρα, ε;

"Ευχαριστώ... και με συγχωρείτε..."


Γιάννης Ανδρεδάκης

Sunday 4 January 2009

Όταν ο διάβολος το παίζει αντράκι...


Χώρος: Θεσσαλονίκη, ενα σοκάκι
Χρόνος: μία νύχτα


Η νύχτα είναι ψυχρή. Το φεγγάρι μοιάζει μικρό και μακρινό, ξεθωριασμένο. Φυσάει ένα ελαφρύ αεράκι και ανακατεύει τα μαλλιά. Αναβαίνω την Ναυαρίνου με σταθερά βήματα, και μπαίνω σε ενα στενό, που θα με οδηγούσε πιο γρήγορα στον προορισμό μου.
Τα πάντα γύρω μου με ενοχλούν και τα θέλω ταυτόχρονα. Τα απολαμβάνω αλλά με κυριεύουν περίεργα.
Μπροστά μου, τυλιγμένο στο σκοτάδι, αντικρίζω τη σκοτεινή του φιγούρα. Με αποστομώνει με ένα φιλί.

Ένα φιλί τόσο απαιτητικό, τόσο κτητικό, που παύει να είναι φιλί.
Στη συνέχεια με κολλάει στον παγωμένο τοίχο, ακίνητη, κοκαλωμένη και η ανάσα μου βαριά. Δεν υπάρχει τρυφερότητα στο άγγιγμα του, κρύες μηχανικές κινήσεις, σχεδόν καθοδηγημένες από αδημονία και οργή.

Τα χείλη του παγωμένα, όπως και το σώμα του. Η ανάσα του βουτηγμένη στο τσιγάρο και το ποτό.
Εγώ, σαν υπνωτισμένη, χωρίς βούληση, υπάκουη μαριονέττα στα χέρια του. Και μέσα στις επόμενες στιγμές η ψυχή μου σκλαβώνεται, φυλακίζεται στη βίαιη αγκαλιά του, και βιώνει την απόλυτη ταπείνωση. Η δική του ψυχή μοιάζει να μην συμμετέχει, να έχει απομακρυνθεί από το σώμα του, και να παρακολουθεί από τη γωνία. Μα το πιο τρομακτικό είναι τα μάτια του. Δυο γαλάζια κρύσταλλα, δίχως στάλα συναίσθημα, δίχως σημάδι έρωτα, δίχως ίχνος ανθρωπιάς. Καθρέπτες της κολάσεως.

Έλενα Μπελετσιώτη