Thursday 29 May 2008

Το φιγουρίνι και ο μπάτσος

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον νυν ένοικο του δώματος... γιατί η ζωή κι ο έρωτας είναι περιοδικά φαινόμενα, συνεχίζονται στο διηνεκές.

Τόπος: Αθήνα.

Χρόνος: 8 προ Ρουβικώνος.

Soundtrack: Steppenwolf Born to Be Wild.
http://www.youtube.com/watch?v=xm5DPlNCmtk

Είμαι 17χρονών, δηλαδή μόλις τα καβάτζωσα, είμαι φιγουρίνι και γαμάω στάνταρ τρεις φορές τη βδομάδα, από τρεις φορές τη φορά άμα λάχει, να μην σου πω τέσσερις. Δεν έχω πολλά στο μυαλό μου αλλά έχω μια μόνιμη σχέση, μια πιτσιρίκα απ’ το Λύκειο που μου κάνει τη ζωή δύσκολη – θα διπλαρώσω και θα στη φτιάξω εγώ – ξενοπηδάω όμως ό,τι βρω κι ό,τι κάτσει... γιατί κάτι πρέπει να κάνει ο καθένας με τη στύση του.

Έχω δικό μου σπίτι, ένα δώμα που το καλοκαίρι ψήνεις καφέ στο περβάζι και τον χειμώνα κυνηγάω μπεκάτσες, καθαρίζω όμως με ντουζάκια και με ζεστές κουβερτούλες που έχω από τη μάνα μου, εναλλάξ. Στην πραγματικότητα καρφί δεν μου καίγεται τι καιρό κάνει.

Χαρτζιλίκι έχω, δεν με φτάνει όμως, κάθε φορά μέχρι να έρθει το Σάββατο τη βγάζω δύσκολα κι όταν στριμώγμομαι πολύ σκέφτομαι να πιάσω καμιά δουλειά να ‘χω να βγαίνω, πέφτω για ύπνο όμως και μου περνάει.

Χρόνο έχω όσο θέλω, δεν κοιμάμαι ποτέ, γουστάρω τις βόλτες, τα μπιλιάρδα και τις μηχανές, δεν υπάρχει μία για μηχανή όμως, γάμησε τα.

Ευτυχώς, το γκομενάκι που έχω αδειάζει το ταμείο, δεν ξέρω τι κάνει, από φράγκα τα βολεύει πάντως μια χαρά και κοντά στον βασιλικό... δεν έχουμε πρόβλημα.

Δεν τη λες και κούκλα αλλά στο κρεβάτι φυσάει, καμιά φορά μου παίρνει το μυαλό, άρχοντας.

Έχω ένα ζευγάρι μπότες που δεν τις αποχωρίζομαι ποτέ και φοράω κολλητά τζηνάκια, το πουλόβερ κατάσαρκα, γυαλί Ray ban, ούτε δράμι περίσσιο και δεν έχω καιρό για χάσιμο, «Μεγάλε αύριο μπορεί να ‘ναι η τελευταία σου μέρα, φρόντισε».

Τα βραδάκια, όταν από γκόμενα ούτε λέπι, μαζευόμαστε στο δύο επί τρία και την κάνουμε λαχείο, ποιος νοιάζεται για το αύριο;

Τον χειμώνα στραβώνει πολύ το πράγμα, βρέχει, κάνει κρύο και τη βγάζω στο τηλέφωνο, τι άλλο να κάνεις;

Η βδομάδα παλεύεται κάπως με τις κοπάνες αλλά το μέσα είναι δράμα φίλε μου, πώς περνάει εκείνο το εξάωρο; Είναι να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, νυχτώνει και νωρίς, δεν σου μένει ώρα για τίποτα, τόσες ώρες χαμένες, δεν είναι κρίμα;

Γάμησε τα, έτσι είναι η ζωή, σκατά.

Κυκλοφορεί η φήμη ότι θ’ αλλάξουν τα πράγματα, ούτε που με νοιάζει τι πάει να πει αυτό, δεν γίνεται και τίποτα να ανάψουν τα αίματα, βαριέμαι, βαριέμαι του θανατά.

Γίνονται φασαρίες στους δρόμους, στα φανερά πια, όπου πας στην πέφτουνε οι μπάτσοι.

Με τραβολογάνε κάθε τόσο στο τμήμα, για αποτυπώματα και τα ρέστα, δεν πάνε καλά. Απόψε μας την πέσανε στο παγκάκι, πέταξα το πακέτο που μόλις είχα πάρει γαμώ το, κρίμα το πακέτο.

Στο διάολο, νοιώθω ότι βράζω στο ζουμί μου εδώ μέσα.

Σήμερα δεν ήτανε να βγω κι η μάνα μου το πήρε γραμμή και μου ‘πλυνε το τζην. Έλα όμως που κάτι έτυχε... και το παντελόνι κρέμεται εκεί έξω, μούσκεμα. Φωνάζει αλλά το ξεκρεμάω απ’ το σκοινί, το φοράω και την κάνω, σιγά που θα κώλωνα.

Στο συγκρότημα που φτιάχνουμε όλοι οι άλλοι παίζουν κάτι. Σκαρώνω στιχάκια για να μην κάθομαι, μου βγαίνει εύκολα και μου πάει το δωδεκάμετρο, τα blues – άκια κυλάνε στο αίμα μου. Τα ‘χω μπλέξει λίγο τα πράγματα.

Απ’ αυτό που λένε εναλλακτικές τίποτα, τι εναλλακτικές να ‘χεις; Κάτι Αγγλικά τσάτρα – πάτρα ξέρω, αυτό. Αν θέλω λένε να πάω Ιταλία να σπουδάσω, ναι, σιγά μην πάω.

«Τι θες να γίνεις παιδί μου;» με ρωτάει ο πατέρας μου.

«Δεν ξέρω» λέω, «θέλω να γίνω ζωγράφος».

Στο σπίτι όλοι συνωμοτούν σε βάρος μου, με θέλουν γιατρό, αρχιτέκτονα, ό,τι να ‘ναι εκτός από ζωγράφο.

«Δεν καταλαβαίνω; Δικιά τους είναι η ζωή; Δεν γουστάρω να γίνω τίποτα».

Ο κόσμος καίγεται εκεί έξω. Παντού μπάτσοι που πλακώνονται με τους φοιτητές, γίνονται επεισόδια λένε στη Νομική;

«Που είναι η Νομική;»

Είμαι από κάτω και χαζεύω, έχουν κρεμάσει πανό και απ’ τα μεγάφωνα ακούγονται συνθήματα. Άλλοι έχουν κρεμάσει τα πόδια απ’ το παράθυρο κι άλλοι έχουν βγει στην ταράτσα. Οι μπάτσοι είναι ολόγυρα, δεν το ‘χουν σε τίποτα να μπουκάρουν.

Κοιτάζω το κτίριο, μαρμάρινα σκαλοπάτια, μια βαριά πόρτα, ξεφτισμένοι τοίχοι, τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις, κάτι περίεργες γκόμενες που μπαινοβγαίνουν, δεν λέει και τίποτα.

«Μπορεί να δώσω στη Νομική» ανακοινώνω.

Τα βράδια βράζουν, πέφτει πολύ ξύλο και δακρυγόνα, είσαι Ήρωας άμα τα μάτια σου είναι κόκκινα, πρέπει όμως να κάνεις ό,τι κάνεις και να την κοπανήσεις στα γρήγορα γιατί η κλούβα δεν λέει.

Τέρμα οι μαγκιές, σήμερα έπεσα φάτσα με φάτσα με τον πατέρα μου, ευτυχώς δεν με είδε.

Έχει βγει ένα σλόγκαν: «Φύτεψε κι εσύ ένα δέντρο, μπορείς», αναδάσωση υποτίθεται. Το παραφράζω και γράφω μια μέρα στον τοίχο της τουαλέτας: «Φύτεψε κι εσύ έναν μπάτσο, μπορείς».

«Τι γράφεις ρε μαλάκα;» με ρωτάει ο κολλητός μου – εικονιζόμενος εκ δεξιών – «ο πατέρας σου δεν είναι μπάτσος;»

yannispetsas

Tuesday 27 May 2008

Κρεασιόν


Τόπος: Χασαποταβέρνα ΚΡΕΑΣΙΟΝ, Δεκελέων 20, Γκάζι

Χρόνος: 13.45 Κυριακή

Soundtrack: Η αγάπη θέλει δύο (παίζει με το video clip από την ελληνική ταινία Η αρχόντισσα κι ο αλήτης)

Την άνοιξη ερεθίζομαι. Όσο προχωράει η άνοιξη προχωράει και ο ερεθισμός μου καλύπτοντας μεγαλύτερο μέρος των δραστηριοτήτων μου. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου παράλογο όταν κοιτάζει όλα αυτά τα μπαλώματα γυμνής σάρκας μέσα στα ανοιξιάτικα ρούχα, όλο αυτό το δέρμα που αναπνέει, όλη αυτή την υπέροχη διάθεση των γυναικών, κυρίως, να δροσιστούν και να μαυρίσουν. Δεν μου φαίνεται καθόλου παράλογη η συνεχής στύση της προσοχής μου που περνάει από γυναίκα σε κοπέλα σε γυναίκα σε κορίτσι σε λαιμό σε πόδια σε μπουτάκια και σε μπράτσα σε πλάτες και στήθη και απαλούς χνουδωτούς τρυπημένους από παραφορά αφαλούς.

Μπαίνει στο οπτικό μου πεδίο. Σχεδόν γυμνή. Φοράει ένα μπεζ σορτσάκι σαν μαγιό και μια μπλούζα που απλούστατα υπογραμμίζει την εσωτερική της γύμνια. Μύτη από αυτές που λέμε αναιδείς, μαλλιά, γυαλιά, αέρα και ένα ζευγάρι οπίσθια. Πλήρης. Καμία πρωτοτυπία. Ερεθίζομαι. Πάω στην τουαλέτα. Έρχεται και αυτή.

- Υγιεινή διατροφή σήμερα, λέω πλένοντας τα χέρια μου

- Ναι, μου απαντάει, πάει η δίαιτα

- Φαντάζομαι ένα επιπλέον κιλό πάνω σας και δεν χαλάει καθόλου την εικόνα

- Λες;

- Ειδικά άμα το πάρεις στο σωστό μέρος.

- Πού δηλαδή;

Σκουπίζω τα χέρια μου και της δείχνω.

- Εδώ ας πούμε, θα τόνιζε τις καμπύλες. Ή εδώ, στο στήθος… όχι στην κοιλιά, η κοιλιά σου είναι τέλεια, και τα πόδια σου… και απαλά. Απίστευτα απαλά… Δεν ζεσταίνεσαι;

- Πολύ…

- Είναι δροσερό το δέρμα σου

- Πάντα

Η έλλειψη απόστασης οδηγεί την γλώσσα μου στο στόμα της. Μυρίζει μέντα. Τα δόντια της είναι ολόισια και λεία. Οι παλάμες της, παιδικές. Το σορτσάκι διευκολύνει τα χέρια μου να πιάσουν τον ποπό της. Την στριμώχνω στον τοίχο και ζουλάω το στήθος μου στα βυζιά της. Αφήνω την προέκτασή μου να κάνει την δική της γνωριμία. Αν θυμάμαι καλά, δάγκωσα και τον λαιμό της. Ωραία πράγματα.

Τελειώνει ο χρόνος μας στην τουαλέτα και πρέπει να επιστρέψουμε στους συνοδούς μας. Σουλουπωνόμαστε, βγαίνουμε ξεχωριστά, κάθομαι και πίνω μια γουλιά μπύρα.

Συνεχίζεται…

Δ.Κ.


Friday 23 May 2008

Cigaretu?


Χρόνος: Κάτι μέρες πριν...Βραδάκι

Τόπος: Μπρατισλάβα, Σλοβακία

Soundtrack: Which side are you on-Natalie Merchant

Είναι οι πρώτες μέρες του Μάη και το κρύο μας άφησε χρόνους για φέτος. Είμαι ποδαράτη και περνάω μέσα από ένα πάρκο κοντά στον προορισμό μου. Τρέχω για κάτι σημειώσεις ανατομίας, όπως πάντα τελευταία στιγμή. Μέσα στο πάρκο, με πιάνει μια ψιλοφοβία ότι κάτι περίεργο συμβαίνει...Στο mp3 παίζει Natalie Merchant που εν προκειμένω είναι λίγο άσχετη...

Ακούω από πίσω μου ένα σούρσιμο πάρ' όλη την πανδαισία country

"Cigaretu?" μου λέει στα σλοβάκικα.

Δεν καπνίζω και δεν έχω να δώσω τσιγάρο. Συνεχίζω να περπατάω και σκέφτομαι ότι ακόμη κι αν είχα, μάλλον δε θα της έδινα. Αφήνω πίσω μου μια εξηντάρα, ρακένδυτη και ρυπαρή με ένα τσίμπημα ενοχής για την σκέψη μου αυτή. Γυρνάω να την κοιτάξω για μια ακόμη φορά και την βλέπω να μιλά μόνη της με κάποιο δημιούργημα της μοναξιάς της.

Τα μόνα της υπάρχοντα μια πλαστική σακούλα γεμάτη από σκουπίδια που ίσως πριν από σαράντα χρόνια κάπου να χρησίμευαν και κάποια ρούχα, χιλιοσκισμένα και χιλιομπαλωμένα. Ξαπλώνει στο κοντινότερο παγκάκι κι εγώ γυρνάω μπροστά και φεύγω...

vivi_karg

Thursday 22 May 2008

Παρίσι χθες – Αθήνα αύριο...


Χρόνος: Βλέπε τον τίτλο

Τόπος: Γραμμή 1: Pont de Neuilly - Château de Vincennes.

Soundtrack: http://www.youtube.com/watch?v=2jMAWY5JRPw

Ενώ ανεβαίνω τις σκάλες έχω ακόμα στ’ αφτιά μου τους ήχους μιας μπάντας, απ’ αυτές που παίζουν παντού στο metro, πρώτη κυλιόμενη, ύστερα δεύτερη και τέλος η έξοδος. Ο δρόμος είναι σκοτεινός και φυσάει, δεν βρέχει, η θερμοκρασία έχει πέσει αισθητά όμως.

Μπροστά μου, στα 10 μέτρα υπάρχει κάτι.

Είναι ένας σκοτεινός όγκος, κάτι που το κάνεις για άνθρωπο μόνο επειδή ξέρεις. Είναι τυλιγμένος με χαρτόκουτα, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις με τι, δεν βλέπεις χέρια, ούτε πόδια, ούτε κεφάλι, είναι σαν καβούρι. Γύρω του τον προσπερνούν αδιάφοροι κάποιοι αργοπορημένοι που μόλις βγήκαν απ’ την πόρτα που βγήκα κι εγώ. Το πρόσωπό τους δεν δείχνει καμιά έκπληξη, κανένα ενδιαφέρον, για κείνους είναι απλώς κάτι που πρέπει να προσπεράσουν, κάτι που τους βγάζει απ’ τον δρόμο τους.

Για μένα είναι κάτι πρωτόγνωρο, πρώτη φορά βλέπω homeless. Παραμερίζω να περάσουν οι άλλοι, εκείνοι απομακρύνονται βιαστικοί. Εγώ στέκομαι παράμερα, δεν μπορώ να φύγω.

Ο όγκος σαλεύει, νομίζω πως διακρίνω ένα χέρι, μια μύτη που ξεπροβάλει κάτω απ’ τα ρούχα, κάτι βρώμικα δάχτυλα κι ύστερα εκείνα τα μάτια, σαν μάτια αρπακτικού. Με κοιτάζει. Εγώ κοιτάζω απ’ την άλλη, δεν ξέρω αν πρέπει να κοιτάζω, όλη αυτή η μορφή έχει κάτι φοβιστικό, σαν να έρχεται από έναν άλλο κόσμο, ένας Ορφέας που γυρνάει απ’ τον Άδη.

Νοιώθω σαν να με καρφώνει με τα μάτια του. Στρέφω και τον κοιτάζω κι εγώ, είναι σαν να μιλάμε, χωρίς λόγια... σε μια αρχέγονη γλώσσα.

Εκείνος μετατοπίζεται και κουλουριάζεται ξανά, απ’ την άλλη. Εγώ εξακολουθώ να κοιτάζω. Οι εφημερίδες που ‘χει στρώσει για να κοιμάται τρεμοπαίζουν, κουνιούνται απ’ τον αέρα, είναι ξαπλωμένος πάνω στις σκάρες, πάνω σ’ έναν αεραγωγό. Κάθε τόσο από κάτω περνάει κι ένας άλλος συρμός, τον ζεσταίνει με την ανάσα του. Είναι σαν να κοιμάται στην αγκαλιά της μάνας του... μιας μάνας μηχανικής που τον χουχουλιάζει με την ανάσα της... το παιδί της... να βγάλει το βράδυ.

yannispetsas

Monday 19 May 2008

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ











  • Άγνωστος παραμένει ο αριθμός των λέξεων που μπορούν να περιγράψουν μια συντέλεια. Κι αδύνατον να υπολογιστεί με ακρίβεια η επανάληψή της. (Κίνα, Μιανμάρ-Μάιος 2008)
  • Σαλιγκάρι βρήκε τον δρόμο του από μπαλκόνι του Κουκακίου σε κράνος μηχανής. Εντοπίστηκε δυστυχώς, πριν ξεκινήσει το ταξίδι του και επεστράφη στην πλησιέστερη γλάστρα. Του πήρε 24 ώρες να φτάσει και λίγα δεύτερα να γυρίσει…
  • Το συνέδριο «Πολιτικές Ζωής: Ανθρωπολογικές Θεωρήσεις της Υγείας και της Βιοκοινωνικότητα» του Παντείου έλαβε χώρα στο Μουσείο Μπενάκη. Μεταξύ άλλων ομιλήτρια είπε την εξής ελεύθερα μεταφρασμένη φράση: Είναι πολύ δύσκολο να καθορίσουμε την ηθική και την γνώση μας σε ένα κόσμο που δεν έχει ξαναγίνει. Δηλαδή παίζει να μην μπορούμε να επαναλάβουμε πια την ιστορία.
  • Παρακαλούνται οι διάσημοι δημιουργοί για τους οποίους σκοτώνονται καρακαλτάκες σε μια μάχη εισιτηρίων για το Φεστιβάλ Αθηνών να κάνουν επιτέλους κάτι ώστε να μπορέσουν να τους δουν και οι κοινοί θνητοί που ποτέ δεν χωράνε και δεν βρίσκουν εισιτήρια αν δεν στήσουν αντίσκηνο σε ουρά.
  • Απεργοσπάστης ταρίφας την προηγούμενη εβδομάδα, ημέρα Δευτέρα, πλήρωσε ακριβά την προσπάθειά του να βγάλει λεφτά και να ξοδέψει τη λιγοστή βενζίνη του με ένα grillo στο πατάκι των πίσω καθισμάτων, ένα κεφάλι να εξέχει από την δεξιά πόρτα και μια εσάνς ρακής στον αέρα…
  • Το blog θέλει να ευχαριστήσει τον οδηγό του λεωφορείου X95 που το ίδιο βράδυ έκανε στάση ειδικά για τη μία doubleface, παρόλο που το δρομολόγιο πάει απευθείας αεροδρόμιο.
  • Μπήκε το καλοκαίρι.

Saturday 17 May 2008

Το δικό του φόντο


Τόπος: Λιμάνι του Πειραιά δίπλα στον ηλεκτρικό

Χρόνος: Πριν λίγο καιρό
Soundrack: Μ' αεροπλάνα και βαπόρια
http://www.youtube.com/watch?v=OvHjGzEXiWA&feature=related



Αρκετά χρόνια τον πετύχαινα καθισμένο με την πλάτη ακουμπισμένη στη μάντρα του ηλεκτρικού όταν περίμενα στη στάση για να πάρω το λεωφορείο.

Κόσμος πολύς στη στάση. Διαδρομές επιστροφής, γνώριμες, ρουτινιάρικες, κουρασμένες, απηυδισμένες. Λεωφορεία σταμάταγαν, άνοιγαν πόρτες, ρούφαγαν επιβάτες, έκλειναν πόρτες: Μια επαναληπτικότητα που κανείς αναμένει ότι θα διαρκέσει: Η γνώριμη επαναληπτικότητα είναι, πέραν των άλλων, εγγύηση ότι η ζωή συνεχίζεται ομαλά, προβλέψιμα, κανονικά.

Ένας μπερμπάντης λιμανίσιος ήλιος θάμπωνε τα μάτια και έστρωνε μια λαμπερή κουβέρτα πάνω στα θεόρατα καράβια που περίμεναν να αποπλεύσουν στο πλαίσιο του δικού τους προγραμματισμού.

Εκείνος με ένα τσιγάρο στο χέρι και καμιά μπύρα, χειρονομούσε σε κάποιες απροσδιόριστες μορφές ή κόσμους. Ενίοτε οι χειρονομίες του ξέφευγαν από την υπερβατική σφαίρα και απευθύνονταν στους περαστικούς. Μονολογούσε, έβριζε και μόνιμα γελούσε πίσω από τα ατίθασα κοκκινωπά του γένια. Το δικό του φόντο ήταν η μάντρα του ηλεκτρικού: Αυτή η μάντρα υποβάσταζε τη φυσική του ύπαρξη και τον άφηνε να ονειρεύεται και να ζει αλλού, ίσως κάνοντας και σχέδια βλέποντας το λιμάνι και τα καράβια, που ήταν αντίστοιχα το φόντο του οπτικού του πεδίου. Ίσως και να λυπόταν στο βάθος, παρότι γελούσε, για σχέδια που δεν πέτυχαν, ποιος ξέρει;

Μια μέρα, πρόσφατα, ακούστηκε στις ειδήσεις ότι σε έναν αραγμένο για συντήρηση συρμό απασφαλίστηκαν τα φρένα, προσέκρουσε με ταχύτητα στη μάντρα και καταπλάκωσε έναν άστεγο αλλοδαπό (τα δελτία ειδήσεων μάλλον δεν κατέληξαν στην εθνικότητά του απ' ότι κατάλαβα). Κι έτσι τέλειωσε η ιστορία. Τα ΜΜΕ έκαναν σύντομη ανώνυμη μνεία, ίσα να κρατήσουν αναμμένη για λίγο τη λίμπιντο του τηλεοπτικού ενδιαφέροντος.

Χθες που πέρασα η μάντρα ήταν ακόμα υπό κατασκευή, περιφραγμένη με μεταλλικά παραπετάσματα και περίπου εκεί που καθόταν πάντα ο ταξιδιάρης υπήρχαν κάτι τάβλες που κάλυπταν προφανώς κάποια τρύπα στο σμπαραλιασμένο πεζοδρόμιο. Δίπλα ο κάδος απορριμμάτων. "Είναι βέβηλο να πατάς στο σημείο που ξεψύχησε κάποιος", σκέφτηκα αλλά συνέχισα.

Κώστας Καρατζάς

Monday 12 May 2008

Μια μέρα


Τόπος: Αθήνα

Χρόνος: Ο ομώνυμος

Soundtrack: Φάτα Μοργκάνα

Μια ιστορία της πόλης θα πω σαν φτυσιά, δεν διαμαρτύρεται ούτε καλεί στον αγώνα εσάς τους φιλήσυχους, στους νόμους της βαρύτητας υπακούει και πέφτει χαμηλά σαλιώνοντας τον δρόμο.

Οι νεκροί της Μιανμάρ δεν φτάνουν να γεμίσουν το ντεπόζιτό μου κι έτσι σήμερα Δευτέρα παίρνω το ποδήλατό μου, κατηφορίζω τις στροφές των εργασιών μου και το κλειδώνω στον κορμό της τηλεόρασης. Μου. Ανοίγω λίγο την θέρμανση γιατί το καλοκαίρι απεργεί κι η Άνοιξη δεν μου θυμίζει τίποτα, ιδρώνω κάπως μα δουλεύω γιατί αλλιώς δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Έπειτα στρώνω να φάω καρκινογόνα φρούτα και να πιω νερό που χαλάει το σπέρμα μου. Ευφραίνομαι. Οι δυο εκκλησιές ενώθηκαν, άμφια και ράσα δεν μας φοβίζουν πια, κάπως θα κινηθεί το όχημά μου και θα τα προσπεράσω. Αρκετά με τις ειδήσεις. Βγαίνω στο περιβάλλον μου το πόπ και χύνω λίγο απ’ το μυαλό μου στη μαύρη άσφαλτο. Δεν είμαι νεκρός ακόμα. Κάτι γεννήθηκε από μένα. Θα πληρώσω εισιτήριο να το δω, αυτό που έχω φτιάξει και να λυπηθώ γιατί αύριο θα πρέπει πάλι να ξυπνήσω. Δεν κοιμάμαι. Ποτέ. Δεν αφήνω την ζωή μου να πάει χαμένη. Δυο λέξεις ακούω μονάχα, να ερεθιστώ και κλείνω τα μάτια κάνοντας σεξ με κάποιαν άλλη. Κόρη ζωής η ζωή μου, ατταβίστρια. Όσο για σένα που μετράς τα γράμματα στις λέξεις μου και δεν μου βρίσκεις ελαφρυντικό, μην μ’ ακούς, φτύνω μόνο δεν κάνω τίποτα σπουδαίο.

Τα λίγα λόγια δεν ευνοούν τον ρυθμό κι αν είσαι κακός σε προδίδουν.

Δημήτρης Κουρούμπαλης

Saturday 10 May 2008

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας


Χρόνος: Νύχτα.

Τόπος: Περιοχή Ντορέ, Θεσσαλονίκη, ένα δρόμο απ’ την παραλία.

Soundtrack: Το ομώνυμο

http://www.greektube.org/content/view/2306/2/

Εκείνη του δρόμου, κοντά στα τριάντα. Αυτός τύπος της πιάτσας, σαραντάρης. Παρατηρητής ο υποφαινόμενος ή τέλος πάντων κάποιος που κάνει τη θητεία του.

Οι νύχτες στη Θεσσαλονίκη είναι συνήθως υγρές, εκτός από μαγικές κι ονειρεμένες... απόψε όμως το παράκανε. Στέκομαι στο παράθυρο, ζωσμένος τις σφαίρες, γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Στάζω ολόκληρος, αέρας ούτε για δείγμα. Κοιτάζω το ρολόι μου, τουλάχιστον μια ώρα ακόμα. Καλύτερα εδώ παρά στον θάλαμο πάντως, εκεί κάτω σκυλοβρωμάει.
Αφήνω το
G3 στο τραπέζι και την αράζω στο παράθυρο. Από κάτω έρχονται καμιά φορά και κάνουν πιάτσα, που και που λέμε και καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα. Μου αρέσει να το παίζω Ράμπο κι αυτές τα πάνε καλά με τις στολές.
Απέναντι αναβοσβήνει η ταμπέλα ενός ξενυχτάδικου. Από κάπου ακούγονται λαϊκά αλλά ο δρόμος είναι έρημος και δεν λέει να περάσει η πουτάνα η ώρα...
Ανάβω τσιγάρο, ακουμπισμένος στο περβάζι. Αυτό το τίποτα με νυστάζει, νοιώθω τα μάτια μου να βαραίνουν.

-Παράτα με.

-Έλα εδώ γαμώ τη μάνα σου.

-Ποιος είσαι ‘συ ρε μαλάκα που γαμάς και τη μάνα μου; Τι δική σου μάνα ποιος τι γαμάει;

-Τι είπες μωρή πουτάνα; Θα πεις εσύ μωρή κωλοβρώμα για τη μάνα μου;

-Άσε με κάτω... άσε με κάτω σου λέω.

-Κωλοπουτάνα, που ‘χεις εσύ μούτρα να μιλάς για τη μάνα μου.

-Άσε με κάτω παλιο πούστη... πονάω.

-Κάτσε καλά, κάτσε καλά γαμώ το μουνί σου.

-Μη... μη... όχι εδώ.

-Τώρα σε πιάσανε οι ντροπές; Τόση ώρα μας κουνιέσαι και τώρα μαας το παίζεις δύσκολη, τι μας πέρασες για τίποτα κωλομαλάκες;

-Παράτα με θα φωνάξω... μη... μη εδώ.

-Σκάσε... σκάσε γαμώ το κέρατό σου, σκάσε.

-Μη, μη σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι θες.

-Χεσμένη σ’ έχω παλιοπουτάνα... που θα μας το παίξεις πως δεν σου κάνουμε κιόλας... κωλοτσουλί.

Ακούγεται το G3 που οπλίζει. Ο τύπος σηκώνει το κεφάλι του κατά ‘κει που άκουσε το όπλο. Κοντεύω να του χώσω την κάνη στα μούτρα.

-Παράτα τη κωλομαλάκα γιατί δεν το ‘χω σε τίποτα...

Το όπλο είναι άδειο βέβαια αλλά του παίρνει κάτι δευτερόλεπτα να το σκεφτεί. Στο μεταξύ η γκόμενα ξεγλιστράει απ’ τα χέρια του και φεύγει τρέχοντας.

-Τι θες ρε μαλάκα κι ανακατεύεσαι;

-Μάζευτα και δίνε του πριν φωνάξω και γίνει εδώ της πουτάνας... μαλάκα... εδώ είναι στρατός, κωλαρχίδι.

Το σκέφτεται καλύτερα ενώ σηκώνει τα παντελόνια του.

«Άντε γαμήσου» λέει αλλά φεύγει.

«Τι γίνεται εδώ;» λέει ο συνάδελφος που ήρθε να μ’ αντικαταστήσει, μ’ αυτά και με ‘κείνα πέρασε η ώρα και ούτε που το κατάλαβα.

«Τίποτα» λέω και του παραδίδω τον οπλισμό.

-Πας για ύπνο;

«Πάω ν’ αλλάξω και να βγω μια βόλτα» λέω, «εδώ γύρω».

-Πέτυχες τίποτα καλό;

«Ποτέ δεν ξέρεις» λέω και φεύγω. Μπορεί να ‘ναι ακόμα ‘κει γύρω.

yannispetsas

Friday 2 May 2008

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ










Τα φαινόμενα είναι η νέα πρόταση του
blog. Μια εβδομαδιαία λίστα νέων, αξιοπερίεργων γεγονότων και ειδησεογραφίας του δρόμου αλλά και καλλιτεχνικών εξορμήσεων που περιμένω να εμπλουτίσετε στέλνοντάς μου ό,τι πάρει το μάτι σας ή το αυτί σας.

Ξεκινάμε μόνες ελπίζουμε να μας ακολουθήσετε.

  • Ποδηλάτης επί της οδού Πανεπιστημίου εντόπισε παρέα φίλων του. Τους χαμογέλασε αλλά δεν σταμάτησε και φώναξε την αποφθεγματική φράση: Αν σταματήσω τον ρυθμό μου θα πεθάνω. Συνέχισε με ορθοπεταλιά.
  • Άλλος ένας δορυφόρος εκτοξεύθηκε για να ενισχύσει το Ευρωπαϊκό σύστημα πλοήγησης Galileo. Η ESA σχεδιάζει αυτό το σύστημα προκειμένου να μπορεί να εντοπιστεί οτιδήποτε πάνω στη γη με ακρίβεια δευτερολέπτων και μοιρών. Προορίζεται για αποστολές διάσωσης και για καλύτερο έλεγχο της κυκλοφορίας αεροπλάνων, τρένων κλπ. Μακάρι να είναι μόνο για καλό αλλά σιγοτραγουδάμε, φοβάμαι όλ’ αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα….
  • Καπνίζοντας νευρικά σε προαύλιο κολλεγίου του Cambridge, διδακτορική φοιτήτρια ισχυρίστηκε ότι το 2012 η ηλεκτρομαγνητική δραστηριότητα του ήλιου θα φέρει ολική καταστροφή στις τηλεπικοινωνίες και σε κάθε είδους ραδιο-ηλεκτρο-(όλα εκτός από τα θαλάσσια)-κύματα. Συνάδελφός της, της απάντησε αυστηρά Smoking is not allowed anywhere in the campus. Δεν ξέρουμε ποιος από τους 2 έχει δίκιο.
  • Η ερώτηση Εσείς πώς ζείτε, καλά ή καλύτερα; τίθεται επί σκηνής στο Θέατρο Δίπυλον από τις 6 Μαϊου για 12 μόνο παραστάσεις. Το έργο γράφτηκε από τον cityspitακια (μεταξύ άλλων) Δημήτρη Κουρούμπαλη, με μουσική Λένας Πλάτωνος και ταυτόχρονα κυκλοφορεί και το βιβλίο που περιλαμβάνει το κείμενο της παράστασης αλλά και αποσπάσματα κειμένων και συνεντεύξεων επιστημόνων και φιλοσόφων.
  • Το άγιο φως δεν κατάφερε να φτάσει σε πολλά ελληνικά σπίτια λόγω ψιλόβροχου και αέρα. Απογοητευμένοι πιστοί μουτζούρωσαν το κατώφλι τους με φλόγα αναπτήρα ενώ χρυσές δουλειές έκαναν οι φαναροπωλητές.