Wednesday 2 July 2008

name delta rosa

Τόπος: Διαδίκτυο

Χρόνος: Οκτώ το βράδυ

Soundtrack: Pulp, Hardcore.

*στην άγνωστη του διαδυκτίου

«Ζιμπέρ, όπου είναι απόλαυση να γράφεις όταν η πένα είναι μαλακή.Έτσι, φτάσαμε κοντά στη Μελκ, εκεί που, στην όχθη μιας στροφής του ποταμού, υψώνεται ακόμα η ωραία μονή, αναστηλωμένη πολλές φορές ανά τους αιώνες».

Χρειάστηκε ν’ ανατρέξω στο βιβλίο για να μεταφέρω αυτές τις γραμμές, ήταν αδύνατον να μην τις θυμηθώ όμως, ο αποστολέας μ’ έστελνε απ’ ευθείας εκεί, για να μην πω παραπέρα...

Το μήνυμα ήταν σαφές: «Γράψε μου ό,τι θες... να το βρω όταν γυρίσω».

“name delta rosa” υπέγραφε, κατά τα άλλα μια άγνωστη.

Πώς μπορείς ν’ αντισταθείς;

Πώς μπορείς να μην φανταστείς;

Πώς;

Λοιπόν, τετρακόσια χρόνια πιο πριν, θα σ‘ έκαιγαν στην πυρά.

Θα είχαν πολλούς λόγους να το κάνουν.

Τώρα βέβαια δεν είμαστε τετρακόσια χρόνια πριν, οπότε υπάρχει ένα δίλημμα.

Δεν ξέρω αν υπάρχει και λόγος όμως.

Επιστρέφω στην ασφάλεια των παλιών ημερών, εκεί που έρχεται ο κληρικός να ευλογήσει την κόρη του Σατανά, να βγάλει από μέσα της τον πειρασμό.

Είσαι στο πάτωμα, ρακένδυτη, κουρασμένη, ξάγρυπνη, ΞΥΠΟΛΗΤΗ, ΝΗΣΤΙΚΗ σε μια στρωμνή, απ’ αυτές που βάζουν στα άλογα, χειρότερα κι από ζώο.

Ακούς τα βήματα στον διάδρομο, ύστερα η βαριά σιδερένια πόρτα ανοίγει, είναι ένας κληρικός κι ένας φύλακας... μα γιατί; Γιατί ήρθαν τόσο νωρίς;

Ο κληρικός κάτι λέει στον φύλακα, εκείνος κάνει μεταβολή και φεύγει, πίσω του η πόρτα κλείνει πάλι.

Τι θέλεις παπά;

Το άλλο πρωί θα οδηγηθείς στην πυρά τέκνο μου, σου λέει.

Εσύ τον κοιτάς στη φλόγα ενός κεριού.

Είναι νέος, ένας ψηλός όμορφος άντρας, αν δεν ήταν τα ράσα... αυτά σκέφτεσαι.

Άνοιξε την ψυχή σου τέκνον μου, σου λέει αυτός, να δεχθείς τον Θεό.. και σε

πλησιάζει, σου προτείνει το σύμβολο.

Θες να τον στείλεις στον διάολο, στο πυρ το εξώτερον... είναι νέος όμως, όμορφος... και τι πάει να πει το ότι φοράει ράσα... είναι άντρας.

Αυτός έρχεται πιο κοντά, εσύ είσαι στο πάτωμα.

Προσκύνησε τον Ύψιστο τέκνο μου, λέει... το μανίκι του σου χαϊδεύει τα μαλλιά, ύστερα το χέρι του σε αγγίζει στο πρόσωπο.

Νοιώθεις το αίμα να ανεβαίνει στα μάγουλα, νοιώθεις τα σκέλια σου που υγραίνονται... παπά μου... παπά μου... λύτρωσέ με... του λες.

Τα δάκτυλά σου αγκαλιάζουν τα ράσα, αγκαλιάζουν μαζί δυο πόδια, αντρικά, κρέμεσαι πάνω του, τον τραβάς.

Εκείνος σε αγγίζει ξανά, τέκνον μου... λέει προσκύνησε τον Θεό.

Ναι παπά μου... λες, ναι και τα χέρια σου ψάχνουν, ψάχνουν να βρουν τη λύτρωση.

Τέκνον μου... τέκνον μου... λέει εκείνος.

Δεν ακούς πια, δεν σ’ ενδιαφέρει πια... μια πύρινη γλώσσα συναντάει μια ρομφαία, το ίδιο πύρινη... Θεέ μου... λες, Θεέ μου.. κάψε με.

yannispetsas