Tuesday, 22 January 2008

Ανακοινωθέν

Θα είμαστε ειλικρινείς μαζί σας. Στην μέχρι τώρα παρακολούθηση του πλανήτη σας έχουμε διακρίνει ότι έχετε μια τάση, δημιουργική ενίοτε, να μην απαντάτε σε αυτό που σας ρωτάνε αλλά να λέτε απλώς αυτό που έχετε στο μυαλό σας. Στόχος όμως της αποστολής μας είναι να σας βάλουμε λιγάκι να ψάξετε και να θυμηθείτε κάτι πέρα από αυτό που ξέρετε ήδη, αυτό που σας συγκινεί ήδη. Στόχος των ιστοριών που θέλουμε να μαζέψουμε είναι να αλλάξουν τον τρόπο που περπατάτε, τον τρόπο που παρατηρείτε τον κόσμο γύρω σας, τον τρόπο που συνδέεστε με περιστατικά, με τόπους, με ανθρώπους. Θέλουμε να βγείτε και να δείτε αυτό που ίσως μέχρι τώρα σας διαφεύγει, να εγκαταλείψετε για λίγο το κεφάλι και το κρεβάτι σας για να χαρτογραφήσετε δρόμους.

Θέλουμε να επισκεφτούμε τις εικόνες σας και να πέσουμε τυχαία πάνω στους ήρωές σας, ίσως και πάνω σε σας. Θέλουμε να μας δείξετε τι σας θυμώνει, τι σας αρέσει, τι σας απογοητεύει κι όχι να μας το εξηγήσετε. Πάρτε μας μαζί σας εκεί που ζείτε, εκεί που έχετε βρεθεί, εκεί που θέλετε να πάτε ή εκεί που δεν θα πηγαίνατε ποτέ. Μην μας αφήνετε εκεί που τελειώνουν τα γεγονότα κι αρχίζουν οι ερμηνείες τους. Βρείτε τις ιστορίες σας, είναι στις ώρες αναμονής, είναι στις βόλτες σας, είναι στον δρόμο για τον προορισμό σας. Διαλέξαμε τις πόλεις γιατί σε αυτές νιώθετε ότι κυριαρχείτε, εσείς τις φτιάξατε, εσείς τις κατοικείτε κι ό,τι σας αντέχει βιολογικά, αλλά σας αφοπλίζουν κάθε μέρα με τις εικόνες τους. Βάλτε το σαν άσκηση στον εαυτό σας, να αναζητήσει το βλέμμα σας αυτό που θα γράψετε κι όχι η εμπειρία ή τα αναγνώσματα σας αυτό που πιστεύετε ότι είναι σημαντικό.

Μπορεί και να είναι αδύνατον… θα δούμε.

Doubleface

Tuesday, 15 January 2008

...το τηλέφωνο της Ρόζα Καμπάρκας


Αθήνα: Αβέρωφ 3

19:34

Soundtrack:The Phantom Of The Opera


"Τη χρονιά που έκλεινα τα ενενήντα χρόνια μου, θέλησα να κάνω δώρο στον εαυτό μου μια νύχτα τρελού έρωτα με μια έφηβη παρθένα, θυμήθηκα τη Ρόζα Καμπάρκας, ιδιοκτήτρια ενός παράνομου οίκου ανοχής, η οποία συνήθως ειδοποιούσε τους καλούς πελάτες της όταν είχε κάποια άβγαλτη διαθέσιμη. Ποτέ δεν είχα υποκύψει σ’ εκείνον ή σε κάποιον άλλον από τους πολλούς αισχρούς πειρασμούς της, αλλά αυτή δεν πίστευε στην αγνότητα των αρχών μου. «Ακόμα και η ηθική είναι υπόθεση χρόνου», έλεγε μ' ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα το δεις». "

Gabriel Garcia Marquez, από το οπισθόφυλλο του “Οι Θλιμμένες Πουτάνες Της Ζωής Μου”

«Το σπίτι είναι μια παλιά μονοκατοικία του 36. Εγώ είμαι 50 χρονών και μένω 30 χρόνια τώρα εδώ. Στο τέλος θα πάθω νευρικό κλονισμό.
Δεν θα φταίει το σπίτι βέβαια γι’ αυτό. Εδώ που τα λέμε, το σπίτι είναι αναντικατάστατο. Πάλιωσε όμως».
«Μια χαρά είναι το σπίτι» είπε εκείνος ο φίλος. «Και μέχρι τα ενενήντα έχεις καιρό».
«Αυτό το σπίτι είναι ο κόσμος μου» είπα, «δεν βγαίνω σχεδόν ποτέ. Να πάω που;»
«Και τι κάνεις όλη τη μέρα;» με ρώτησε.
«Βάζω τα πράγματα σε μια σειρά» είπα. «Στην ουσία όμως παρακολουθώ απλώς τις εξελίξεις, δηλώνω, ας πούμε, παρών».

Μετά, όταν έμεινα μόνος σκέφτηκα πως κι αυτό ήταν λάθος, παρακολουθώ μόνο ένα μέρος των εξελίξεων, εκείνα που υποτίθεται πως μ’ αφορούν. Κι αυτά όμως μου φαίνονται πολλά και κάθε τόσο κάνω αυτές τις αξιολογήσεις.
Τον τελευταίο καιρό ασχολούμαι σχεδόν αποκλειστικά μ’ αυτά που έκανα πριν. Έχει αρχίσει να με κουράζει αυτό. Μου φαίνεται εντελώς φυσικό το ότι θέλω να κάνω κάτι άλλο.
«Πρέπει κάποτε να δω κάποιον ψυχίατρο» σκέφτηκα. «Αυτό το ότι ασχολούμαι μόνο με το τι κάνω εγώ, δεν μου φαίνεται και τόσο καλό. Αλλά… τι να σου κάνει κι ο ψυχίατρος;»

Το ραντεβού θα ‘χε κλειστεί μέρες πριν. Ίσως χρειαζόταν να περιμένω λίγο στην αίθουσα αναμονής. Όσο θα περίμενα θα σκεφτόμουν τι θα έλεγα στον ψυχίατρο: «Και δεν μου λες γιατρέ…» θα τον ρώταγα, «τι γίνεται με τα απωθημένα;»
Οι ψυχίατροι απ’ όσο ξέρω δεν λένε τίποτα, θα καθόταν λοιπόν από δίπλα και θα με κοίταζε, μια εμένα και μια το ρολόι του, γιατί ως γνωστόν οι ψυχίατροι πληρώνονται με την ώρα.
«Το είδα» θα έλεγα.
Εκείνος θα παρέμενε αμίλητος.
«Αυτό που είπε η Ρόζα Καμπάρκας» θα συνέχιζα εγώ, «αυτό το περί ηθικής».
Εκείνος δεν θα έκανε κανένα σχόλιο.
Εγώ, θα βολευόμουν καλύτερα στο ανάκλιντρο – εκείνο που ξέρουμε πως χρησιμοποιούν οι ψυχίατροι – και θα κοίταζα το ταβάνι, θεωρητικά. Μετά θα προσπαθούσα να θυμηθώ…
«Η τάδε ήταν έτσι» θα έλεγα, «με την άλλη είχα κάνει αυτό, με την άλλη εκείνο…» και πάνω που θα ‘χα φτιαχτεί, εκείνος θα έλεγε: «Η ώρα μας τελείωσε, δυστυχώς. Θα κλείσετε το επόμενο ραντεβού με τη γραμματέα μου».
Θα τον καληνυχτούσα και θα έφευγα. Μετά, καθώς θα πλήρωνα τα 50 ευρώ στη γραμματέα, θα έβρισκα την ευκαιρία και θα τη ρώταγα: «Μήπως, τυχών, έχετε το τηλέφωνο της Ρόζα Καμπάρκας;»

Γιάννης Πέτσας

Tuesday, 8 January 2008

Μεσοπέλαγα


Πειραιάς-Ικαρία

Ώρα 4:45 π.μ.

Soundtrack: Αύγουστος-Παπάζογλου


Ήταν αργά, σε λίγο θα ξημέρωνε. Έπρεπε να βγω έξω, να ανασάνω θάλασσα και νύχτα. Πάντα μου άρεσε να τριγυρνώ στα καταστρώματα. Μου δημιουργούσαν μια αίσθηση ελευθερίας και συνάμα φόβου. Από παιδί μου έλεγε η μητέρα μου να προσέχω τους αγνώστους και τα πληρώματα των πλοίων. Ο φόβος όμως εκεί, γαντζωμένος, ανίκανος να μεταναστεύσει σε άλλο σώμα. Το βουητό της με καλούσε. Άρπαξα την κουπαστή και την κοίταξα. Κοιμόταν. Ας μην την ενοχλήσω λοιπόν. Την είχε αγκαλιάσει η νύχτα και το θαλασσί της χρώμα είχε δώσει τη θέση του στο μαύρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν με ένοιαζε τόσο να τη δω, όσο να τη μυρίσω και να την ακούσω. Ίσως και να της μίλαγα κάποια στιγμή, ψιθυριστά όμως.
Ξεκίνησα το γύρο του καταστρώματος. Οκτώβρης μήνας και οι τουρίστες ελάχιστοι. Φυσάει. Η φρεσκοβαμμένη γέφυρα μου προσφέρει ακόμη μία παράνομη ευχαρίστηση. «Μη μυρίζεις τη μπογιά!» θυμάμαι να μου λένε. Παίρνω βαθιά ανάσα και ζαλίζομαι από τη λαδομπογιά. Προσπερνώ το φουγάρο και η ζεστή του κάπνα με μπουκώνει. Θέλω να φύγω γρήγορα από εκεί. Έχω ήδη φτάσει στην πλώρη και σταματώ. Σαν κάτι να περιμένω.
Απρόσμενα νιώθω να με πιέζουν δυο στίχοι ηλικίας 13 χρόνων. Θυμάμαι (αλήθεια θυμάμαι;) καθόμασταν αγκαλιασμένοι μετά από ένα beach party, παιδιά ακόμη. Σιωπηλοί και μπροστά μας η θάλασσα. Το φεγγάρι άφαντο. Δεν ήταν από τους τύπους που μιλάνε πολύ. Γυρίζει και μου λέει: Αυτά τα μάτια πατήσανε στη γη κι αγγίξανε το χώμα / Κοιτάξανε τη θάλασσα κι αφήσαν λίγο χρώμα). «Το δικό σου, το πράσινο», συμπλήρωσε. «Έβαψες τη θάλασσα, το καταλαβαίνεις;» Είχα κοκκινίσει. Ο πρώτος μου έρωτας, λοιπόν, ήταν ποιητής. Και τώρα τι; Είχα να τον δω από τότε. Γιατί αυτοί οι ρημαδιασμένοι στίχοι εμφανίστηκαν έτσι απρόσκλητοι; Ταράχτηκα. Ήθελα να γυρίσω Αθήνα. Σε λίγες ώρες έφτανα στο νησί και ναι ήταν απίθανο να τον συναντήσω, αλλά τι θα συνέβαινε αν ήταν εκεί; Μήπως για αυτό πήγα Οκτώβρη, που όλοι οι Αθηναίοι βρίσκονται στις βάσεις τους, χορτασμένοι από ένα αυγουστιάτικο καλοκαίρι; Είχα ήδη κουραστεί να δημιουργώ προβλήματα στον εαυτό μου χωρίς λόγο. Αποφάσισα να μπω στο σαλόνι, να δω λίγο φως, λίγο τηλεόραση, να φάω ίσως κάτι, τέλος πάντων να συνέλθω. Μακριά από τη νύχτα, μακριά… Με γρήγορο βήμα φτάνω στην πρύμνη, περνάω κάτω από τη σκάλα και ανοίγω την πόρτα για να μπω. Κλείνω πίσω μου και διακρίνω έναν τύπο να κάθεται έξω σε λευκή πλαστική καρέκλα και να παίζει κιθάρα. Έπαιζε τον Αύγουστο του Νίκου. Ξαναβγαίνω και πλησιάζω διακριτικά. Ήταν αυτός. Δεν με βλέπει. Δεν θα με δει. Κάθομαι πίσω του. Δακρύζω. Κλαίω. Ξημερώνει.

Ασημίνα Γιαννοπούλου