Friday, 28 March 2008

Μπιρίμπα



Soundtrack: το ομώνυμο από Πωλίνα

Τόπος: Διόνυσος-Περιστέρι

Χρόνος: Αμέσως μετά το μούχρωμα


Με παίρνει από το κινητό της (έχει ένα που μοιάζει με γουόκι-τόκι)


- Έλα αγάπη μου, καλά ‘στε αυτού;

- Καλά γιαγιά μου, τέλεια. Μια ανάβουν, μια σβήνουν. Ντισκοτέκ!

- Να μην πηγαίνεις τώρα σε τέτοια μανούλα μου, να βραχυκυκλώσουν κει χάμω και ποδοπατηθείτε.

- Γιατί καλέ; Στα ποδοπατητά βρίσκεις και γκόμενους.

- Όλο γλώσσα είσαι. Ποινού έμοιασες; Η μάνα σου δεν ήταν έτσι.

- Καλά, μην αρχίσεις με τις μπόμπες και τους ναρκομανείς. Σπίτι είμαι.

- Μπράβο! Εμείς, παδά με τον πάππου σου, παίζουμε.(!)

- Τι, σκοτεινό δωμάτιο;

- Απ’ τις επτά μάς είναι κομμένο. Τι να κάνουνε κι οι αθρώποι παιδάκι μου; Παν’ να τους διαλύσουν αυτοί οι χάληδες. Ο πάππους σου είναι να σκάσει. Θέλει να πάει και στην πορεία, τρομάρα να χέσει. Γιώργη, συ κάνεις μπιριμπάκια.

- Α, θα τον δω, με ποιους θα’ ναι;

- Με το σωματείο συνταξιούχων ΔΕΗΣ. Έχουν λυσσάξει τώρα οι γέροι. Όλο ουρές θα ‘ναι οι γιατροί και τα ταμεία, από κει που πηγαίναν μάνι μάνι. Δεν είναι εφτακοσάρα τούτη Γιώργηηη. Μη τυχόν και τηνε γράψεις.

- Υπάρχει τέτοιο;

- Ναι, που πάμε και στο Πόρτο Γερμενό κάθε χρόνο, κι είναι τι ωραία!

- Πες του ραντεβού στο Πεδίον του Άρεως. Να φέρει και γυαλάκια.

- Σώπα, μη τονε ξεσκαλίζεις. Να του ρθει καμιά ξανάστροφη να ‘χουμε άλλα. Το πρωί βάρησε πάλι την κεφαλή του στο ντουλάπι και τον έφαγε η γρίνια. Ποια γυαλάκια; Τα ‘σπασε της πρεσβυωπίας και μου ‘χει κουβαλήσει την παλιοτηλεόραση πάνω στο κομό. Σκατά μου το ‘κανε το σεμέν.

- Θα τον αποστραβώσεις τώρα μες τα σκοτάδια. Πώς βλέπετε και παίζετε;

- Έννοια σου, τον έστειλα και πήρε λάμπες από δαύτες, πώς διάτανο τις λένε; Γιώργη άστον κάτω τον βαλέ, μη γενούμε μπίλιες.

- Υγραερίου;

- Ναι, ναι. Μωρ’ τι παλιόφυλλο είν’ αυτό απόψε; Να’ ρχεις νωρίς για τα γεμιστά γιατί έχω βαφή αύριο.

- Καλα, άστα μου στην κυρα Κική.

- Άπαπα, δεν της υποχρεώνομαι της λολής. Άχου, μου ‘ρθε η ντάμα κούπα! Νάτη βρε η μπιρίμπα, παλιοτόμαρο! Και κάνε πέρα τη λάμπα μην πάρουμε κανα φώκο ‘δώ χάμω και δε κλείσω. –Κλείνω Αννάκι μου, κλείνω..

Άννα Μαρτίνου

Monday, 24 March 2008

Copy Paste


Τόπος: Καλλιδρομίου, όλη.

Χρόνος: Βραδάκι

Soundtrack: Moonriver


Μπακάλικο-περίπτερο-ό,τι χωράει το πουλάμε

- Έχετε περούκα καραφλό emo;
-
Δεν έχουμε ρεύμα;
-
Α, κανονικό emo έχετε;


Ελληνικό Ωδείο

- Τι δουλεύετε;

- Μια φούγκα του Μπαχ.

- Και τη βγάζει;

- Ε, προσπαθεί.

- Πως παίζει αφού δεν βλέπει;

- Τι ακριβώς χρειάζεται να δει;

Μπαρ

- Yesterdaaaaay all my troubles seemed so faaar awaaay naa na na na na to staayyy na nana na yesterdaayy, δεν λέμε κάνα άλλο που να το ξέρουμε.

Μονοκατοικία

- Τι κακό είναι αυτό κορίτσι μου, πρόσεχε εδώ πιο κάτω έχει μια πλάκα σπασμένη, πριν 2 βδομάδες έβγαλε τον γύψο ο άντρας μου, έχω πάρει τον δήμαρχο τρεις φορές να το φτιάξουν, ακόμα δεν μπορεί να το πατήσει και τώρα αυτό...

Τατουατζίδικο

- Ένα δράκο, από τη μέση ως το σβέρκο της, φίλε. Της λέω να το κάνουμε χένα να το συνηθίσει πρώτα, δεν ήθελε. Κι έχει κάτι λακάκια στην λεκάνη, ανάμεσά τους τελειώνει η ουρά του. Τρεις μέρες τη ζωγραφίζω και με τις διακοπές θα μας πάρει καμιά βδομάδα..

Αυτοκίνητο στο κινητό

- Η Καλλιδρομίου έχει σβήσει τελείως τώρα. Όπως ερχόμουνα πέφτανε ένας ένας οι δρόμοι, κατέβηκα την Ιπποκράτους και σκοτείνιαζαν η Λασκάρεως, η Κομνηνών, η Βουλγαροκτόνου.. αφού κάποια στιγμή πίστεψα ότι εγώ φέρνω το σκοτάδι.

Γαλακτοπωλείο

ΕΧΩ ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΓΕΝΝΗΤΡΙΑ

Περαστικός

-Μέχρι και το φεγγάρι υπολογίσανε τα άτομα, κοίτα, νυχάκι.

Doubleface

Thursday, 13 March 2008

1η Αποστολή

Μετά από ένα επιτυχημένο μπαράζ spits κι ένα ακόμα πιο επιτυχημένο κύμα σχολιασμών, ήγγικεν η ώρα για την πρώτη μας αποστολή! Σας θέλω στις επάλξεις, στις μύτες των ποδιών, στην αιχμή του δόρατος, σε θέση μάχης, στην άκρη του νήματος, στην κόψη του ξυραφιού και σε άλλα επισφαλή σχήματα λόγου.
Θέμα μας τα blackout: τι γίνεται σε περίπτωση απότομης συσκότισης, τι περισσεύει από την πόλη χωρίς ρεύμα, που σας βρήκε το σκοτάδι. Στείλτε στο γνωστό email cityspits@gmail.com ιστορίες (spits πάντα, city πάντα) για το δικό σας blackout. Για να δούμε...
Doubleface

Tuesday, 11 March 2008

...σαν πίνακας του Magritte


Τόπος: Istanbul, πορνείο στην περιοχή Γαλατά.

Χρόνος: Βασιλεύουσα, αργά.

Soundtrack: Midnight Express

http://www.youtube.com/watch?v=wbIIybVMZGw

http://www.mcs.csuhayward.edu/~malek/Magrit.html

*Πρόκειται για ένα οικοδομικό τετράγωνο στην ουσία, περιτριγυρισμένο μ’ έναν ψηλό, πράσινο φράχτη. Η πόρτα είναι εκεί αλλά δεν φαίνεται, είναι ένα πράγμα με τον τοίχο, είναι κι η νύχτα. Ο καιρός καλός, είναι ορθόδοξο Πάσχα.



Είμαστε τρεις, δεν θυμάμαι τώρα τον τρίτο, κάποιος που δεν ξαναείδα ποτέ. Ανεβαίνουμε την ανηφόρα, ο δρόμος είναι καλντερίμι κι έχει βρέξει, έχει μεγάλη κλίση κι αυτές οι πέτρες γυαλίζουν και γλιστράνε σαν διάολος. Να πω την αλήθεια δεν ξέρω που πάμε, δεν έχω ξαναπάει σε τέτοιο μέρος, ούτε πριν, ούτε μετά. Ο φίλος που με πάει εκεί, ξέρει απ’ αυτά τα πράγματα, σπρώχνει την πόρτα και μπαίνουμε, σ’ έναν άλλο κόσμο.

Το καλντερίμι φαίνεται να συνεχίζεται μέσα, κατηφορίζει ανάμεσα σε σπίτια, στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι γίνεται, έχει πολύ κόσμο, δεν αισθάνομαι και τόσο άνετα με τέτοιο συνωστισμό, είμαι στο να προχωρήσω ή να κάνω μεταβολή και να φύγω. Ο φίλος μου την ψυλλιάζεται τη δουλεία και με πιάνει από το μπράτσο, «εδώ» μου λέει, «δεν είδες τίποτα ακόμα».
Τώρα υποχρεωτικά ανακατεύομαι με το πλήθος, σε λίγο εξοικειώνομαι… μ’ αυτό.
Είναι μια γλυκιά νύχτα, χωρίς φεγγάρι, με άπνοια. Όλα γύρω είναι περιποιημένα και καθαρά, όπως θα ήταν μια επιχείρηση επιδοτούμενη απ’ το κράτος. Δεν βλέπω πουθενά μπάτσους αλλά σίγουρα θα είναι εκεί. Παρατηρώ πως γύρω μου δεν μιλάει κανείς, ακούγεται μόνο το σούρσιμο που κάνουν τα παπούτσια. Από ‘δω κι από ‘κει είναι διώροφα σπίτια, αλλά ο φωτισμός δεν σου επιτρέπει να δεις την πάνω σειρά, τον πάνω όροφο μοιάζει να τον καταπίνει το σκοτάδι. Από κάτω η κόλαση, φωτισμένη. Όλα, πόρτες και παράθυρα ανοιχτά αλλά σιδερόφραχτα και όλοι στέκονται και κοιτούν, αμίλητοι. Εκείνες, πίσω απ’ τα κάγκελα, απρόσιτες και διαθέσιμες μαζί.

-Δεν διαλέγει ο πελάτης – μου λέει ο φίλος στο αφτί – πρέπει να σε διαλέξει αυτή, αν δεν της αρέσεις δεν σε παίρνει.

Γυναίκες που φορούν όσο λιγότερα γίνεται, από 12 μέχρι και 80 χρονών, γυμνές σχεδόν, όλες οι φυλές, μια μαύρη… σχεδόν μωρό, είναι πανέμορφη. Σαν να μας παρασέρνει η πλημμύρα, το πλήθος μας περιφέρει από σπίτι σε σπίτι, από εικόνα σε εικόνα, από στήθια σε στήθια. Νοιώθω ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι, το νοιώθω και τώρα που το θυμάμαι.

Κάποιος, μεθυσμένος, κάθεται στο πεζοδρόμιο και κλαίει, κάποια δεν τον θέλει κι αυτός θέλει να πεθάνει, εδώ, απόψε, στα πόδια της.

Ξαφνικά μπροστά μου το πλήθος διαχωρίζεται, όπως χώρισε τη θάλασσα ο Μωυσής. Μια γυναίκα βγαίνει και περπατάει ανάμεσα στις γυρισμένες πλάτες.

-Σχόλασε – μου ψιθυρίζει ο φίλος μου – τώρα δεν επιτρέπεται να την κοιτούν, έτσι δείχνουν πως τη σέβονται, ότι σέβονται αυτό που κάνει, αυτό που είναι. Την τιμούν.

Η γυναίκα φεύγει, ανάμεσα στις γυρισμένες πλάτες. Πίσω της η θάλασσα ξανασμίγει.
Κοιτάζω μαγεμένος, έχω πλησιάσει πολύ, ένα χέρι μου αρπάζει το πουκάμισο, με τραβάει, «γκιουζέλ – γκιουζέλ» λέει μια φωνή, τα χάνω και προσπαθώ ν’ αντισταθώ, «τι λέει;» ρωτάω, «τι θέλει;».

Ο φίλος μου, ψηλός κι ισχνός σαν αγιογραφία που γελάει, «σε θέλει» μου εξηγεί.
Απαγκιστρώνομαι από ‘κείνο το χέρι, ένα χέρι χωρίς πρόσωπο, δεν θυμάμαι καθόλου πρόσωπο κι απομακρύνομαι, ταραγμένος.

Όλο το συγκρότημα είναι ένα Γάμα. Πηγαίνεις ευθεία και στρίβεις αριστερά και για να φύγεις ανάποδα. Καταλήγει σ’ ένα αδιέξοδο κι εκεί… εκεί φωτισμένο, σαν να κρέμεται στον ουρανό, ένα ροζ παράθυρο, ονειρικό σαν πίνακας του Magritte.

Γιάννης Πέτσας


Saturday, 8 March 2008

Μικρό Αλλελούια


Τόπος: Νεάπολη Εξαρχείων

Χρόνος: Μετά την λειτουργία

Soundtrack: Darker by the day, Nick Cave

Ο δρόμος. Οι δύο κυρίες. Ήταν πιασμένες αγκαζέ. Πολύ σφιχτά, τόσο που κανείς δεν μπορούσε με βεβαιότητα να πει. Αν ήταν τελικά δύο σώματα. Ή και ένα. Σαν εκείνες που βλέπει κανείς. Σε μια ταινία του Ζενέ. Που έγινε γνωστός με την Αμελί. Σαν εκείνες τις κυρίες του Ζενέ πριν από την Αμελί. Φορούσαν και οι δύο ζακέτες. Και μάλλινες κάλτσες. Και κείνα τα παπούτσια τα χαμηλά. Που φοράνε στην εκκλησία. Για να μην ενοχλείται ο Θεός όταν μπαίνεις. Από καθαρό πλαστικό. Για να μην μπαίνεις στην εκκλησία. Με το ίχνος του φόνου στα πόδια σου. Αν και πολλές γυναίκες πάνε με γούνες. Και κανείς δεν παραπονιέται. Γιατί ο γουνέμπορος την έχτισε τούτη την εκκλησία. Είχαν δύο μεγάλους σταυρούς. Όμοιους. Που με τον ίδιο πάλι τρόπο βάραιναν τα κεφάλια τους. Κι όλο το σώμα εντέλει. Αν τελικά ήταν ένα. Αν ήταν. Περπατούν συλλαβιστά. Στην άκρη του δρόμου.. Μιλώντας κάτω από τα χείλη τους. Πότε η μια πότε η άλλη. Φτάνουν στη γωνία και γυρίζουν πίσω. Τα μαλλιά τους είναι τραβηγμένα πίσω. Πιασμένα κότσο. Τόσο σφιχτό που στραγγάλισαν τελικά όλα τα μαλλιά τους. Περνάνε κάθε τόσο μπροστά από το ίδιο μπακάλικο. Την έκτη φορά παίρνουν φωτιά τα πορνοπεριοδικά. Και τα ντι βι ντι με τις τσόντες. Μετά καίγονται τα προφυλακτικά. Και ανατινάζονται. Όσα μπουκάλια έχουν αλκοόλ. Ο μπακάλης χεσμένος βγαίνει στο δρόμο. Κατεβαίνουν δεκατέσσερα μαύρα περιστέρια. Του τρώνε ακαριαία τα μάτια. Εκείνες κάθονται απέναντι. Κοιτάζουν. Αυτή με ελεύθερο το δεξί κάνει το σταυρό της. Η άλλη καταπίνει ένα αντίδωρο. Σταματούν ένα ταξί. Πάνε στον Παράδεισο. Μπαίνουν απ’ την ίδια πόρτα.

Κυριάκος Χαρίτος


Wednesday, 5 March 2008

Love story


Τόπος: Ομόνοια

Χρόνος: 20:40

Soundtrack: A beast for thee, Bonnie Prince Billy


Το περίπτερο διαφημίζει τσιγάρα. Ολόκληρο. Ασημένιο με κρυφό φωτισμό στην σκεπή του και την μπράντα να γυαλίζει υποσχόμενη βαθιές τζούρες απόλαυσης. Παίζει μουσική χορευτική δυνατά και μυρίζει κάστανα και σκουπίδια. Η περιπτερού δεν με ακούει από τα ντεσιμπέλ και το ταξί με περιμένει, κορνάρει η μισή Σταδίου.

Έναν Old Holborn κίτρινο μικρό.
Ε;

Αυτός θέλει κρουασάν, θέλει κρουασάν τώρα, απλά δεν ξέρει τι γεύση.
Με σπρώχνει, είναι σκυμμένος στα πόδια μου και με σπρώχνει ψαχουλεύοντας τα κρουασάν. Κάνω πιο κει. Δεν θέλει κεράσι. Με ξανασπρώχνει.

OLD HOLBORN ΚΙΤΡΙΝΟ.
Εε;

Στηρίζει το μάγουλό του στο μπούτι μου και ψάχνει τη γεύση. Κάνω πίσω. Η περιπτερού μου δείχνει τον καπνό κι εγώ τεντώνομαι από πάνω του να τον φτάσω. Θα φύγει το ταξί. Ακουμπάει το κεφάλι του στην κοιλιά μου. Κάνω κύκλο. Πρέπει και να την πληρώσω. Ούτε σοκολάτα θέλει. Θέλω ρέστα. Περνάει το χέρι του ανάμεσα στα πόδια μου. Η περιπτερού μου κουδουνίζει τα ψιλά. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Έχει αγκαλιάσει το πόδι μου και ψάχνει ακόμα τη γεύση. Σφίγγω την τσάντα μου. Διαλέγει και σηκώνεται όσο όρθιος όσο μπορεί να σταθεί τρίβοντας τον βραχίονά του στο κοτλέ. Τον κοιτάζω σαν να μην τον πιστεύω. Προφανώς, δε χρειάζεται.
Δ.Δ.