Αθήνα: Παλιό Ψυχικό
03:45
Soundtrack: http://www.youtube.com/watch?v=NAZ7hDuPYbo
"Un anno di amor", Ψηλά τακούνια
Είχε χαθεί. Γύρναγε και ξαναγύρναγε στο ίδιο μέρος, σαν να μην έπρεπε να φύγει από 'κει. Περπατούσε γρήγορα, έστριβε πότε αριστερά και πότε δεξιά, δεν είχε καμιά ιδέα πού πήγαινε, ήλπιζε μόνο να βγει στον κεντρικό, να δει έστω ένα αυτοκίνητο. Ένοιωσε ξαφνικά ένα κάψιμο στη γάμπα. Το αγνόησε και συνέχισε να περπατάει. Ο πόνος δυνάμωσε.
Άκουγε τα βήματά της στην άσφαλτο. Δεν υπήρχε και κάποιος να ρωτήσει, από πού να πάει; Είχε περάσει απ' αυτόν τον δρόμο; Δεν ήταν σίγουρη.
Ξαναφόρεσε τον σπασμένο σκελετό. Ο ένας φακός έλειπε. Ο άλλος είχε γίνει κομμάτια, δεν έβλεπε τίποτα.
Ήταν ανάγκη να της τύχει απόψε αυτό;
Προσπάθησε να επιβληθεί και να ξεχάσει τον φόβο της. Τι θα μπορούσε να της συμβεί τέλος πάντων; Θα έβγαινε στον κεντρικό και θα έβρισκε ένα ταξί, δεν ήταν κανένα μωρό. Όρθωσε το ανάστημά της και προχώρησε , πάντα στη μέση του δρόμου… και τότε της φάνηκε πως άκουσε βήματα. Στράφηκε να δει αλλά δεν διέκρινε τίποτα. Ούτε άκουσε κάτι. Προσπάθησε να ξεχωρίσει ανάμεσα στους ασαφείς όγκους των παρκαρισμένων αυτοκινήτων, στις φυλλωσιές και τις δεντροστοιχίες. Όλα της φαίνονταν ίδια, μαύρα.
Κι αν παραμόνευε κανένας ανώμαλος;
Ξαναγύρισε μπροστά της κι άνοιξε το βήμα της. Ο πόνος ξανάρθε, σαν να της έμπηγαν καμένο σίδερο. Της ερχότανε να ουρλιάξει.
Συνέχισε, με πιο αργά βήματα. Αν χρειαζόταν να τρέξει όμως…
Έστριψε απεγνωσμένη στο πρώτο στενό. Είχε ξαναπεράσει από 'δω; Θα πήγαινε ίσια κι όπου την έβγαζε, δεξιά ή αριστερά όμως;
Τα δέντρα της έκλειναν τον ουρανό, τα σπίτια τριγύρω έμοιαζαν έρημα, δεν υπήρχε ψυχή.
Ποτέ πια μονολόγησε, ποτέ πια νύχτα στο Ψυχικό.
Ο δρόμος τέλειωνε σε κάτι πικροδάφνες και πάλι τίποτα, ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, μόνο δέντρα, παρκαρισμένα αυτοκίνητα και σιωπή. Της ερχόταν να κλάψει, ένοιωθε την απελπισία να την κυριεύει… θα ήταν κοντά τέσσερις τώρα και δεν υπήρχε καν ένα μέρος για να σταθεί, ένα παγκάκι, κάτι.
Να στεκόταν να έκανε τι; Δεν μπορούσε να περιμένει να ξημερώσει βέβαια, έπρεπε οπωσδήποτε να βγει απ' αυτόν τον λαβύρινθο… αυτό ήταν, ένας λαβύρινθος.
Και δεν μπορούσε να τρέξει, δεν μπορούσε να βαδίσει καν, η γάμπα της έκαιγε, κάθε βήμα κι αυτό το σουβλί, της ξερίζωνε την καρδιά αυτός ο πόνος.
Σκόνταψε κι έπεσε. Πριν προλάβει να σκεφτεί τα χέρια της χώθηκαν σε κάτι μαλακό.
Ούρλιαξε.
Την κραυγή της την έπνιξε ένας λυγμός, ούρλιαζε έκλαιγε κι έτρεμε απ' τον φόβο της… και δεν μπορούσε να σηκωθεί, ήταν αγκαλιά με κάποιον που κειτόταν στη μέση του δρόμου.
Τραβήχτηκε πέρα ασυναίσθητα. Ο άλλος δεν κουνήθηκε, ήταν νεκρός;
Έπνιξε μια ακόμη κραυγή και σηκώθηκε στα πόδια της. Τώρα της έλειπε και το παπούτσι. Ένοιωθε ότι παρέλυε από τον φόβο, ότι έχανε το μυαλό της, δεν ήταν δυνατόν να της συμβαίνουν όλα αυτά.
Παραπάτησε. Τώρα ένοιωθε πως θα λιποθυμούσε, πως δεν μπορούσε να κρατηθεί όρθια. Κι αυτός; Ποιος ήταν αυτός; Πήρε βαθιές ανάσες και παρακάλεσε να εμφανιστεί κάποιος, δεν μπορεί, κάποιος θα πέρναγε.
Έψαξε κάτω να βρει το παπούτσι της. Ήταν ανάμεσα στα πόδια του. Το φόρεσε και έσκυψε να δει αυτόν τον άνθρωπο. Μπορεί να ήταν μεθυσμένος, να μην ήταν νεκρός. Προσευχήθηκε να ήταν αυτό που σκέφτηκε.
Ο άνθρωπος ήταν πεσμένος μπρούμυτα. Γονάτισε και προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό του, να δει αν ανέπνεε. Τον άγγιξε και τα δάκτυλά της γλίστρησαν στο μάγουλό του, σε κάτι… ήταν αίμα. Πετάχτηκε πάνω…βοήθεια! ,ούρλιαξε.
Βοήθεια!, ούρλιαξε ξανά και ξανά. Κρατούσε το πρόσωπό της και φώναζε, μόνο αυτό μπορούσε να κάνει.
Δεν είδε καν το περιπολικό που πλησίασε, τους άντρες που έτρεξαν, είχε χάσει κάθε επαφή με το περιβάλλον.
Τώρα ήταν σ' ένα γραφείο κι είχε μπροστά της έναν καφέ. Ένας άγνωστος άντρας την ρωτούσε και την ξαναρωτούσε συνέχεια: γιατί τον σκοτώσατε;
Κι αυτή έλεγε και ξανάλεγε, δεν τον σκότωσα εγώ, δεν τον σκότωσα εγώ.
Γιάννης Πέτσας