Tuesday, 8 January 2008

Μεσοπέλαγα


Πειραιάς-Ικαρία

Ώρα 4:45 π.μ.

Soundtrack: Αύγουστος-Παπάζογλου


Ήταν αργά, σε λίγο θα ξημέρωνε. Έπρεπε να βγω έξω, να ανασάνω θάλασσα και νύχτα. Πάντα μου άρεσε να τριγυρνώ στα καταστρώματα. Μου δημιουργούσαν μια αίσθηση ελευθερίας και συνάμα φόβου. Από παιδί μου έλεγε η μητέρα μου να προσέχω τους αγνώστους και τα πληρώματα των πλοίων. Ο φόβος όμως εκεί, γαντζωμένος, ανίκανος να μεταναστεύσει σε άλλο σώμα. Το βουητό της με καλούσε. Άρπαξα την κουπαστή και την κοίταξα. Κοιμόταν. Ας μην την ενοχλήσω λοιπόν. Την είχε αγκαλιάσει η νύχτα και το θαλασσί της χρώμα είχε δώσει τη θέση του στο μαύρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν με ένοιαζε τόσο να τη δω, όσο να τη μυρίσω και να την ακούσω. Ίσως και να της μίλαγα κάποια στιγμή, ψιθυριστά όμως.
Ξεκίνησα το γύρο του καταστρώματος. Οκτώβρης μήνας και οι τουρίστες ελάχιστοι. Φυσάει. Η φρεσκοβαμμένη γέφυρα μου προσφέρει ακόμη μία παράνομη ευχαρίστηση. «Μη μυρίζεις τη μπογιά!» θυμάμαι να μου λένε. Παίρνω βαθιά ανάσα και ζαλίζομαι από τη λαδομπογιά. Προσπερνώ το φουγάρο και η ζεστή του κάπνα με μπουκώνει. Θέλω να φύγω γρήγορα από εκεί. Έχω ήδη φτάσει στην πλώρη και σταματώ. Σαν κάτι να περιμένω.
Απρόσμενα νιώθω να με πιέζουν δυο στίχοι ηλικίας 13 χρόνων. Θυμάμαι (αλήθεια θυμάμαι;) καθόμασταν αγκαλιασμένοι μετά από ένα beach party, παιδιά ακόμη. Σιωπηλοί και μπροστά μας η θάλασσα. Το φεγγάρι άφαντο. Δεν ήταν από τους τύπους που μιλάνε πολύ. Γυρίζει και μου λέει: Αυτά τα μάτια πατήσανε στη γη κι αγγίξανε το χώμα / Κοιτάξανε τη θάλασσα κι αφήσαν λίγο χρώμα). «Το δικό σου, το πράσινο», συμπλήρωσε. «Έβαψες τη θάλασσα, το καταλαβαίνεις;» Είχα κοκκινίσει. Ο πρώτος μου έρωτας, λοιπόν, ήταν ποιητής. Και τώρα τι; Είχα να τον δω από τότε. Γιατί αυτοί οι ρημαδιασμένοι στίχοι εμφανίστηκαν έτσι απρόσκλητοι; Ταράχτηκα. Ήθελα να γυρίσω Αθήνα. Σε λίγες ώρες έφτανα στο νησί και ναι ήταν απίθανο να τον συναντήσω, αλλά τι θα συνέβαινε αν ήταν εκεί; Μήπως για αυτό πήγα Οκτώβρη, που όλοι οι Αθηναίοι βρίσκονται στις βάσεις τους, χορτασμένοι από ένα αυγουστιάτικο καλοκαίρι; Είχα ήδη κουραστεί να δημιουργώ προβλήματα στον εαυτό μου χωρίς λόγο. Αποφάσισα να μπω στο σαλόνι, να δω λίγο φως, λίγο τηλεόραση, να φάω ίσως κάτι, τέλος πάντων να συνέλθω. Μακριά από τη νύχτα, μακριά… Με γρήγορο βήμα φτάνω στην πρύμνη, περνάω κάτω από τη σκάλα και ανοίγω την πόρτα για να μπω. Κλείνω πίσω μου και διακρίνω έναν τύπο να κάθεται έξω σε λευκή πλαστική καρέκλα και να παίζει κιθάρα. Έπαιζε τον Αύγουστο του Νίκου. Ξαναβγαίνω και πλησιάζω διακριτικά. Ήταν αυτός. Δεν με βλέπει. Δεν θα με δει. Κάθομαι πίσω του. Δακρύζω. Κλαίω. Ξημερώνει.

Ασημίνα Γιαννοπούλου

1 comment:

Γιαννης said...

Η ιστοριούλα δεν είναι cityspit, αλλά θα αφήσω μερικά (αυστηρά...) σχόλια.

1. (Nerdy) Γενικά νομίζω οτι δεν πρέπει να αλλάζει απότομα ο χρόνος διήγησης. "Ξεκίνησα το γύρο [...] Φυσάει". Αόριστος / Ενεστώτας.

2. Η ιστοριούλα μοιάζει με απόσπασμα ημερολογίου, υπερβολικά φορτισμένη συναισθηματικά. Απευθύνεται σε σένα (στη συγγραφέα) κι όχι (κατά τη γνώμη μου) σε αναγνώστες. Αυτό όμως σηκώνει πολλή συζήτηση.

3. (Προσωπικό μου κόλλημα) Βρες το δικό σου, προσωπικό στυλ. Το φορτισμένο φινάλε με τις μονολεκτικές προτάσεις θυμίζει άλλους, ξεπερασμένους συγγραφείς. Είδα κάποτε μια λίστα με (φανταστικές) απαντήσεις διαφόρων σε μια κλασσική Αμερικάνικη ερώτηση:
- Why did the chicken cross the street?
- To die. In the rain. (E. Hemingway)

Νέοι συγγραφείς, ΑΦΗΣΤΕ ΠΙΣΩ τους παλιούς! ΟΧΙ στα κλισέ! (Μια συμβουλή που θα ήθελα πολύ να μπορώ να την ακολουθήσω κι εγώ ο ίδιος...)

Αυτά. Θα ήθελα πολύ να δω και σχόλια από τους άλλους, πολύ πιο έμπειρους απο μένα στη γραφή και στην κριτική (Δανάη, Δημήτρης).