Tuesday 5 February 2008

Πράσινη Γραμμή



Τόπος: Αθήνα, Ηλεκτρικός

Χρόνος: Πέμπτη βράδυ, 22:30.

Soundtrack: Ελευθερία Αρβανιτάκη, "Μείνε κοντά μου"



"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΟΜΟΝΟΙΑ"

Ηρθε και κάθισε απέναντί μου ένα ζευγάρι, αυτός στο παράθυρο, αυτή δίπλα του, κι οι δυο κάτι λιγότερο από τριάντα. Ένα δεύτερο ζευγάρι, ακαθόριστης ηλικίας αλλά σίγουρα πιο ηλικιωμένοι και με παλιομοδίτικα ρούχα ήρθε σχεδόν ταυτόχρονα και στάθηκε πίσω τους. Ακούμπησαν στο κάγκελο πίσω απο το κάθισμα κι έριχναν συχνά ανήσυχες ματιές στους νεώτερους. Η κοπέλλα έμοιαζε καταπληκτικά με την κυρία--ήταν προφανώς οι γονείς της. Οι νεαροί από την πρώτη στιγμή κοίταζαν κι οι δυο ίσια μπροστά τους, το κενό. Αυτός όμως είχε καθίσει κάπως λοξά, ώστε το γόνατό του να ακουμπάει στο δικό της. Κάποια στιγμή φάνηκε να θέλει να της πιάσει και το χέρι αλλά μάλλον το μετάνωσε και κρατήθηκε. Την ένταση μεταξύ τους την έκοβες με το μαχαίρι, κάτι είχε προηγηθεί. Αρχισα να αισθάνομαι λίγο άβολα, σκεφτόμενος τη σκηνή: Ζευγάρι και γονείς μαζί έξω για ψώνια ή για φαγητό, και μετά καβγάς...

Μετά από μερικές στιγμές η μητέρα έσκυψε, άπλωσε το χέρι της και συμμάζεψε κάπως στοργικά ένα τσουλούφι που πετούσε από τα μαλλιά της νεαρής. Αυτή κοίταξε λίγο ενοχλημένα προς τα πάνω αλλά δεν είπε τίποτα. Η μητέρα μαζεύτηκε γρήγορα. Φαινόταν πολύ κουρασμένη, σαν να είχε να κοιμηθεί καλά πολύ καιρό, με μεγάλους κύκλους γύρω απ'τα μάτια της. Θα ήταν ίσως όμορφη κάποτε. Ο άντρας της από δίπλα φαινόταν ανυπόμονος και δεν της έριχνε ούτε μια ματιά. Σε λίγο του μίλησε, χαμηλόφωνα, αλλά ήμουν αρκετά κοντά για ν'ακούσω:

- Θα διαβάσεις τα παιδιά;
- Δε μπορώ απόψε, έχω να πάω στο συνδικαλιστικό, δεν τα'παμε, πάλι θα τα λέμε;
- Κάθε βράδυ αυτή η οργάνωση, έχω να σιδερώσω και να μαγειρέψω γι'αύριο, πότε θα προλάβω...
- Γιατί εγώ προλαβαίνω, νομίζεις; Κάθε μέρα στο γραφείο χίλια-δυό. Σήμερα μου φέρανε και καινούρια γραμματέα Περιφέρειας.

Εκείνη ξεροκατάπιε λίγο και κοίταξε το πάτωμα.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΒΙΚΤΩΡΙΑ"

Ο νεαρός αποφάσισε τελικά να σπάσει τη σιωπή.
- Τ'είναι ρε Πένυ;
- Τι "τ'είναι";
- Μου'χεις γυρίσει την πλάτη, τι έγινε; Έχεις τίποτα;
- Τι να'χω;
- Ε, αυτό ρωτάω!
Δεν απάντησε, κοίταξε μόνο τη μύτη της μπότας της και την κούνησε νευρικά.

Η κυρία έκανε πως δεν άκουσε το διάλογο των παιδιών. Είπε κοιτάζοντας αλλού:
- Καλή είναι;
- Ποιά;
- Η καινούρια.
- Ξέρω γω; Σήμερα ήρθε. Καμμιά ανιψιά κανενός θά'ναι.
Κοίταξε κι αυτός το πάτωμα και γύρισε λίγο προς το πλάι. Φάνηκε να εύχεται να μην είχε πεί τίποτα σχετικό.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΤΤΙΚΗ"

Η κοπέλλα ζάρωσε τη μύτη της και μίλησε μέσα από σφιγμένα δόντια.
- Ξέρεις πολύ καλά. Κάθε φορά που βγαίνουμε έξω, τα ίδια.
- Γιατί, τι έγινε πάλι;

Η φωνή του είχε την κούραση της απελπισίας, αλλά τα μάτια έδειχναν φόβο.
- Μη μου κάνεις το μαλάκα, Μιχάλη. Όχι το μαλάκα σε μένα!

Αυτός ζάρωσε και κοίταξε γύρω του κατακόκκινος. Προς εμένα δεν τόλμησε καν να γυρίσει, ήταν προφανές οτι το είχα ακούσει.

Η μητέρα ξαναμίλησε:
- Δεν προλαβαίνω να διαβάσω τα παιδιά, κι η μεγάλη έχει διαγώνισμα...
- Καλά, χαζή είσαι; Ρε δεν προλαβαίνω είπαμε! Παράτα με...

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ"

- Θα μου πείς τι έγινε;
- Η ταμίας στο Άττικα, Μιχάλη. Κι όχι μόνο.
- Τι με την ταμία; Ούτε καν της μίλησα-
- Ναι, εντάξει, οκέυ.
- Τι οκέυ; Έκανα κάτι;
- Το βλέπω, Μιχάλη, δεν είμαι ηλίθια. Νομίζεις οτι είμαι ηλίθια; Χαμογέλασες και την κοίταζες σαν μαλάκας. Μόνο το μπούτι που δεν της έπιασες.
- Ρε Πένυ τι λές; Που τα'δες αυτά;

Η νεαρή κόντεψε να ρίξει κάτω την τσάντα με τα ψώνια απ'τα νεύρα της. Η κυρία άπλωσε ξανά το χέρι της, τη μάζεψε και της την έδωσε. Η κοπέλλα την άρπαξε χωρίς να πει τίποτα. Το βλέμμα της κυρίας περιπλανήθηκε λίγο και γύρισε ξανά προς τα κάτω.

- Τι να φτιάξω γι'αύριο;
- Ό,τι θες, ξέρω γώ;
- Να κάνω πατάτες στο φούρνο, έχει και φαΐ από χθές...
- Κάνε ό,τι νά'ναι, ωχ.

"ΕΠΟΜΕΝΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ, ΚΑΤΩ ΠΑΤΗΣΙΑ"

Η κοπέλλα κοίταξε προς τα πάνω τα ένα δυο άτομα που είχαν μπεί. Αυτός δεν τόλμησε ούτε ένα βλέμμα να ρίξει, μόνο κοίταζε το πλάι του προσώπου της.

- Και στο τραπέζι, την περισσότερη ώρα μιλούσες με την Ιωάννα.
- Για την εκδρομή λέγαμε, κάτι έπρεπε να πούμε. Τι να κάνω, να είμαι βουβός και να σε σερβίρω;
- Δεν μπορείς να μιλάς περισσότερη ώρα με τη φίλη μου απ'οτι με μένα!
- Πιο σιγά, δε χρειάζεται να μας ακούσουν όλοι!
- Ν'ακούσουν τι, οτι τά'χω μ'ένα μαλάκα;

Το κατάπιε και γύρισε το βλέμμα του ίσια μπροστά. Κοίταξα ψηλά να δω αν το είχε ακούσει αυτό η μητέρα. Δεν ήταν κανένας εκεί. Έψαξα το βαγόνι με το βλέμμα: άφαντοι. Ίσως να είχαν κατέβει στον προηγούμενο σταθμό και δεν τους είδα. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, αυτό θα έγινε, τι άλλο;

Γιάννης Ανδρεδάκης

2 comments:

Yannis Petsas said...

… φαίνεται πως το τρένο είναι ένα είδος ιστού – όχι μόνο μεταφοράς ή κοινωνικού ίσως – αλλά και κάτι παραπάνω… ένας καθρέφτης ας πούμε… κι αναρωτιέμαι: είναι η ζωή μας τόσο μπλεγμένη όσο κι αυτές οι γραμμές;
Εμείς είμαστε που ταξιδεύουμε πάνω – κάτω σ’ αυτά τα γραφτά, δεν είμαστε; Μοναχικοί, απροσπέλαστοι, εγκλωβισμένοι σ’ αυτό το διαρκές πήγαινε – έλα, άσκοπα.
Ζούμε ή εξαντλούμε τα περιθώρια, ανάμεσα σε σταθμούς;
Καλού – κακού: «Προσέξτε το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας…»

Yannis Petsas said...

… διάβασα και τα υπόλοιπα του ιδίου, στο blog του: The Glaciator… (μικρές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας) και για όσους δεν τον ξέρουν ας τον διαβάσουν. Αξίζει.