Saturday 9 February 2008

Τσίκνα

Οδός Αριανίτου, Νεάπολη Εξαρχείων

21:15, Παρασκευή

Soundtrack: Αχαρνείς, Σαββόπουλος, Διάλειμμα, στείλε τον τραγουδιστή στο πόδι του

«Λιώνουν τα γουρούνια, λιώνουν τα γουρούνια στις σχάρες. Τίποτα δεν λιώνει σαν τα γουρούνια, δεν ξέρουν τι χάνουν αυτοί οι μουσουλμάνοι.»

Πήραμε τη στροφή και μας χτύπησαν τη μύτη. Κουβαλούσαμε ο καθένας μια τσάντα με βιβλία και χαρτιά και υπερωρίες. Πεινούσαμε -γι’ αυτό είχαμε βρεθεί- και περπατούσαμε βιαστικά να βρεθούμε στη ζέστη και την τροφή. Πρέπει να περίμενε ώρα στην είσοδο της πολυκατοικίας για κάποιον με τις προδιαγραφές μας. Αρκετά νέοι για να ξέρουν από τεχνολογία, αρκετά κουρασμένοι για να μπορούν να σταματήσουν. Με την εμπριμέ ποδιά, άσπρο μικρό ανθάκι σε μαύρο χαροκαμένο φόντο, το δέρμα στα χέρια να μοιάζει περισσότερο με χαρτάκι rizzla γαλάζιο παρά με ζωντανό ιστό, την πλάτη γερμένη στις σωστές μοίρες και τη φωνή σπασμένη με γρέζι, τρέμουλο και χρόνια έσυρε τις παντόφλες της στην άσφαλτο με το κινητό στο χέρι απλωμένο σαν να ετοιμαζόταν να μας το χαρίσει.

«Χτυπάει όλη την ώρα αυτό το πράγμα και δεν μπορώ να κοιμηθώ
«Γιατί δεν το κλείνετε;»

«Δεν ξέρω πως να το κλείσω, το’ χω πάρει για να με βρίσκει η κόρη μου.»
«Ε τότε μπορεί να σας κάνει αναπάντητες για να την πάρετε.»
«Δεν μπορώ να πάρω τηλέφωνο, γι’ αυτό το πήρα το ρημάδι για να με παίρνει εκείνη. Αλλά χτυπάει όλη την ώρα και δεν μπορώ να κοιμηθώ.»
«Το απαντήσατε; Άμα ξαναχτυπήσει πατήστε το πράσινο κουμπί.»
«Το πατάω και δεν είναι κανείς, έχει χαλάσει, δεν ξέρω τι να κάνω και δεν με παίρνει κι εκείνη η κόρη μου να μου πει τι να κάνω.»
«Βγαίνει αριθμός στη οθόνη όταν χτυπάει;»
«Βγαίνει το όνομά της, νάτο κοιτάξτε, Νάντια.»
«Παρακαλώ, ναι. Δεν απαντάει, της κάνει αναπάντητες. Σταθερό έχετε;»
«Του ΟΤΕ; Όχι. Μόνο την κόρη μου έχω και γι’ αυτό μου το πήρε το ρημάδι για να με βρίσκει, τι να κάνω δεν μπορώ να κοιμηθώ.»
«Δεν μπορούμε να σας βοηθήσουμε, σας κάνει αναπάντητες, μπορεί να το’ χει στην τσάντα της και να πατιέται κατά λάθος.»

«Μα είναι δυο μέρες τώρα;»

Αρχίσαμε να περπατάμε σαν να αποφάσισαν τα πόδια και το στόμα να μην είχε ακόμα ολοκληρώσει. Η Νάντια αναβόσβηνε στο κινητό της γιαγιάς. Το δέρμα γίνεται χαρτί και ο διάλογος συνεχίζεται σε έναν άλλο αέρα ελεύθερο από τσίκνα. Που βρίσκεται η κόρη σας; Πηγαίνετε στο περίπτερο να την πάρετε από εκεί. Πάρτε την από το δικό μου κινητό. Έχει κάποιο πρόβλημα υγείας; Πάρτε λεφτά να πάρετε μια κάρτα. Θα σας περάσουμε εμείς τις μονάδες. Πεινάτε μήπως; Λιώνουν τα γουρούνια στις σχάρες. Μην ανησυχείτε.

«Αργά ή γρήγορα θα αποφορτιστεί.»

Δ.Δ.

2 comments:

Yannis Petsas said...

«… είσαι σκληρή, το ξέρεις;»

… αφήνοντας επίτηδες κενό το παράθυρο διαλόγου, κοινοποιώ εδώ αποφθεγματικά, το ελάχιστο της συζήτησης που κάναμε χθες. Περιορίζομαι στο συναίσθημα που μου προκαλούν τα κείμενά σου, οτιδήποτε άλλο απλώς θα δημιουργούσε επιπλοκές. Το γράψιμο είναι έρωτας κι ο καθένας μας διαχειρίζεται αλλιώς τον έρωτά του, ξέρει και πώς και γιατί γράφει ό,τι γράφει.
Το αξιοσημείωτο είναι πόσο ή αν είμαστε διαφορετικοί από τα γραφτά μας.

dimitris dimitris said...

δάσκα μας έχεις ζαλίσει με τις γριές και τις κόρες τους. εντάξει, ωραία τα λες ρε παιδί μου και πραγματικά προτιμώ την νέα τεχνολογία στην ποίηση (a la facon de δημουλά) παρά τις παραψυχολογικές - μεταφυσικές συναρτήσεις των ρετιρέ με τα πουλιά που φεύγουν;;;;; αλλά εντάξει... όλο γριές με ποδιές που δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από την παλιά καλή ελλάδα. ποδιές και στραβές γάμπες και ροζιασμένα χέρια και να σου πω κάτι... εγώ την επόμενη ιστορία που θα γράψεις θέλω να βάλεις έναν γκόμενο μέσα. έτσι. πάρτο σαν απαίτηση του αναγνωστικού κοινού σου