Χρόνος: Απροετοίμαστος
Soundtrack: Beirut, Elephant Gun
http://www.youtube.com/watch?v=N-mqhkuOF7s
Στις όχθες των πεζοδρομίων λιάζονται οι καημένοι οι τουρίστες. Σκέφτονται να βουτήξουν και βάζουν λίγο το πόδι τους στην άσφαλτο. Καίει πολύ. Οι φωνές τούς σπρώχνουν να το τολμήσουν. «Έλα έλα το συνηθίζεις μετά από λίγο», «μη φοβάσαι, είναι ρηχά». Χαμογελάνε και παίρνουν ανάσα! Μεγάλο λάθος. Βήχουν. Τα κύματα χτυπάνε με τον θόρυβο και το ύψος τους. Κάποιοι εγκαταλείπουν την άσφαλτο τρέχοντας. «Έλα έλα μέσα, αλλιώς τι ήρθες να κάνεις;», «μη φοβάσαι είμαστε ακόμα πολλοί». Ξέρουν πια να κρατούν την αναπνοή τους. Ανεβάζουν χτύπους. Παίρνουν φόρα και βουτάνε. Κολυμπάνε στα ρηχά. Καίει πολύ. Οι σέρφερ επιδέξιοι καβαλάνε τα κύματα, κρύβονται στους θόλους του νερού, ξέρουν να πέφτουν και ξέρουν να κολυμπάνε. Τα μωρά άγαρμπα πιτσιλάνε νερά, δεν γνωρίζουν φόβο, μένουν μπροστά, τρώνε το αλάτι στα μάτια και κλαίνε. Κι οι τουρίστες παραμένουν κοντά στις όχθες για να βλέπουν ακόμα στεριά και να ξέρουν πως δεν θα πνιγούν. «Έλα έλα πιες λίγο νερό, χάσε κάτι», «μη φοβάσαι τα κρατάμε τα κύματα από τα αρχίδια». Οι τουρίστες θέλουν να επισκεφτούν τον τόπο, να πάρουν μαζί τους κάτι περισσότερο από νοητικές φωτογραφίες, να αναμειχθούν με τους ιθαγενείς, να γίνουν μόνιμοι κάτοικοι. Μα δεν ξέρουν τη γλώσσα, δεν πιστεύουν στον ίδιο θεό, και γαμώτο καίει πολύ!
Στο βάθος φλέγονται τα μουσεία στα οποία ξεναγήθηκαν, τα μαγαζιά με τα σουβενίρ, οι τρύπες που κρατάνε το συνάλλαγμά τους. Και καθώς κολυμπούν μετράνε: ό,τι αγαπούσαν στο μουσείο, πόσο δεν χρειάζονται τα σουβενίρ, τι άλλο έχουν μέσα οι τρύπες εκτός από συνάλλαγμα.. «Έλα έλα δεν είναι ώρα να μετράς, αν δεν είσαι με εμάς είσαι με τα κύματα», «μη φοβάσαι γιατί το μυριζόμαστε από μακριά κι εμείς κι αυτά». Κι ο δισταγμός καταστρέφει την άνωση, ο προβληματισμός κουράζει τα πόδια, ο διάλογος αδειάζει πνευμόνια. Ξαναβγαίνουν στην όχθη, παρακαλούν για μια πετσέτα, εκλιπαρούν για ανακούφιση. Προσπαθούν να θυμηθούν το ταξίδι, προσπαθούν να ξεχάσουν την επιστροφή. Καημένοι τουρίστες. Μαζεύουν τα μάτια τους, μαζεύουν τα πράγματά τους, μαζεύουν τις γλώσσες τους, φοβούνται μαζικά. Παίρνουν το πρωινό τους στη δουλειά και καίει πολύ. Μόνο εμάς διώχνουν τα κύματα, λένε ρουφώντας μια γουλιά παραγωγής. Μόνο εμάς απειλούνε τα συστήματα, λένε δαγκώνοντας μια μπουκιά συνενοχής. Και διαγωνίζονται για το ποιος άντεξε πιο πολύ στο νερό, ντρέπονται αν χρειάστηκαν μπρατσάκια, κοκορεύονται για τα χαζά μακροβούτια τους και φοράνε τα ρούχα των σέρφερ. Μοιράζονται μαρτυρίες. Προσπαθούν να χάσουν την πίστη τους και μετά να την βρούνε ανακαινισμένη. «Έλα έλα δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να γίνεις βράχος, να μισήσεις τα κύματα», «μη φοβάσαι, δεν επιτρέπεται».
Ώσπου ανοίγει μια ρωγμή στην οθόνη του υπολογιστή κι από μέσα αναβλύζει ένας λόγος γραπτός ανυπόγραφος. Κι εκεί μπορείς να το δεις χωρίς να σε γονατίζει ο τρόμος ότι είναι ένας πυρετός που με την ευγνωμοσύνη σου καταπολεμά τα μικρόβια κι αυτά πετάνε δηλητήριο που καίει πολύ. Πως οι σέρφερ είναι τα αντισώματα που έχουν λόγους αντανακλαστικούς για να καίνε πολύ, αδιακρίτως και χωρίς να τα νοιάζει ποιο μουσείο θα αρπάξει. Κι ο ταξιδιωτικός προορισμός νοσεί, κάτι τον καίει πολύ. Είναι το σώμα που κανείς δεν κατοικεί και καταριέται και την αρρώστια και τον πυρετό του. Φοβάται, ιδρώνει, θυμώνει. Πάσχει και δεν ξέρουμε σε τι θα υποκύψει, στη νόσο ή στον πυρετό. Κι οι τουρίστες δειλοί για τα αντισώματα, ενοχλητικοί για τα μικρόβια πειραματίζονται στις όχθες και στα εργαστήρια της αυτοκριτικής. Ψάχνουν, γράφουν, ψάχνουν για την αντιβίωση που καλούνται να ενσαρκώσουν.
Δ.Δ.