Tuesday, 30 June 2009

Saturday, 27 June 2009

Zombie


Χρόνος: Ζεστός
Τόπος: Έκπληξη

Soundtrack:
http://www.youtube.com/watch?v=ex30DYwQlHU


Δαγκώνεις όσο δυνατά σε παίρνει. Ξεκινάς από το μυαλό και αφού έχεις την προσοχή του θύματός σου κατεβαίνεις προς τα κάτω. Τρως το βλέμμα κι ό,τι έχει δει, το στόμα και ότι αυτό έχει να πει, το αυτί κι ό,τι μπορεί να ακούσει, τους ώμους κι ό,τι μπορούν να σηκώσουν. Τον λαιμό τον αφήνεις, είναι πολύ συναισθηματικό και το κάνουν και τα βαμπίρ που ως γνωστόν ερωτεύονται. Ο θάνατος έχει αποφασιστεί από το θύμα που δεν έτρεξε να σωθεί. Εσένα δουλειά κι ευθύνη σου είναι να ξαναζήσει και να σου μοιάζει. Να αποκτήσει τις ιδιότητές σου, την δίψα και την εμμονή σου. Να σπάσεις την αλαζονική του ικανότητα για σφυγμούς, ευτυχία και θλίψη. Η καρδιά δεν είναι το πιο δύσκολο, ούτε το πιο μελοδραματικό σημείο. Είπαμε: το θύμα έχει σχεδόν επιλέξει να την χάσει. Το πρόβλημα είναι στο στομάχι. Εκεί το θύμα κλωτσάει με όση ζωή του απομένει, ίσως από πόνο, ίσως από απλό γαργαλητό, ίσως επειδή το αντέχει το μυαλό του, το αντέχει η καρδιά του αλλά δεν το αντέχει το στομάχι του. Προσοχή! Αν δεν νικηθεί το στομάχι, το θύμα μπορεί απλώς να πεθάνει ή να ανανήψει πλήρως. Πάντως σαν κι εσένα δεν πρόκειται να γίνει.

Δ.Δ.

Tuesday, 23 June 2009

Το πικρό τέλος του Edward Taylor όπως το ένιωσε και το απαθανάτισε ο υποτακτικός του Blob.


Τόπος: Ξενοδοχείο «Κρίνος», Δικαστικό μέγαρο, Τα παλιά ικριώματα της αγοράς

Χρόνος: 1551

Soundtrack: The Cure, Drowning man http://www.youtube.com/watch?v=yzdd_i2iMBc

Δεν είχα πολύωρα κλείσει τα μάτια μου όταν χτυπήσανε την πόρτα, ο αφέντης φόρεσε αμέσως το παντελόνι του και τους άνοιξε, και ήταν οι τρεις άνδρες κι ο Αστυνόμος, εμένα δεν με ρωτήσανε τίποτα μα τον αφέντη τον πιάσανε από τα χέρια και του δώσανε μπουνιές. Ο Αστυνόμος του είπε, Φονιά και ο άλλος είπε, Να αίμα, δέσανε τον αφέντη μου με θηλιά στους καρπούς και το λαιμό και τον σύρανε έξω μέσα από την πλατεία που μας είδανε πολλοί και κάποιους από αυτούς τους γνωρίζαμε.

Κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια μιας αυλής κοντά στην φυλακή και δεν ρώτησα τον αφέντη αν ήθελε τίποτα. Είχε πολύ ασπρίσει με την ιστορία αυτή, είχε χάσει πολύ αίμα από το πρόσωπό και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, όμως δεν είχα τρόπο κανέναν να τον βοηθήσω.

Την άλλη μέρα το πρωί τον βγάλανε με αλυσίδες και πήγαμε στο σπίτι που είχε μπροστά κόσμο και κόκκινες ταινίες στις πόρτες, από μέσα δεν ακουγότανε τίποτα για πολλή ώρα, κι όταν βγήκανε ο κόσμος φώναξε, Πουτάνας γιε, και ένας έφτυσε έναν αστυφύλακα. Ο αφέντης περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι και παραπατούσε γιατί του είχαν δέσει και τα πόδια. Κρεμάλα, είπε κάποιος και φώναξαν όλοι, Κρεμάλα!

Ο αφέντης δεν ξαναβγήκε από την κεντρική πύλη της φυλακής, έμενε μέσα για καιρό κι έρχονταν κάτι άνθρωποι με ακριβά κοστούμια και με μαύρα ρούχα και φεύγανε κλαίγοντας και βρίζοντας μερικές φορές. Εγώ έψαξα για δουλειά αλλά δεν με ήθελε κανένας και πήγαινα έξω από την φυλακή και περίμενα και πρωινά και το βράδυ πολλές φορές κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια. Την αυγή λένε κρεμάνε τους κολασμένους.

Ο αφέντης κρεμάστηκε πριν από έναν άλλο που είχε κλέψει μια γριούλα και την είχε σκοτώσει. Ανέβηκε στην κρεμάλα από κάτι σκάλες και κοίταζε μπροστά του με τα μάτια γιατί είχε δεμένα τα χέρια στην πλάτη και τον οδηγούσε ένας αδύνατος άνθρωπος με σκούρο καπέλο. Πίσω από τα σκοινιά δεν είχανε βάλει τοίχο και φαινότανε ο ουρανός με τα σύννεφα κι ο αφέντης τα είδε και δάκρυσε επειδή τον έπνιγε με το σκοινί ο δήμιος. Τα πόδια του τρέμανε και αναστέναζε συνέχεια και είπε, Αυτή η πόλη με πνίγει γιατί δεν άφησα μια ασχήμια να ζήσει, εύχομαι να μάθουν πολλοί από μένα και καταριέμαι να γεμίσουν οι ασχήμιες όπως τα νερά της βροχής τα σπίτια.

Δεν μου άφησε τίποτα στην διαθήκη του και τον έθαψαν.


Δ.Κ. Για τον Άρντεν από το Φέβερσαμ

Monday, 15 June 2009

Το άσπρο μπαστούνι


Χρόνος: Προ καιρού.

Tόπος: O ειδικός.

Soundtrack, τίποτα το ιδιαίτερο.



Το επόμενο βήμα ήταν αυτό το καταραμένο μπαστούνι.

«Πρέπει να μάθεις να κυκλοφορείς μόνος σου» λέει, «να, ορίστε, μ’ αυτό…» και σου δίνει ένα μπαστούνι. Εσύ ξέρεις τώρα πως αυτό είναι άσπρο, αν είχες την τύχη να ξέρεις από πριν τα χρώματα. Το κρατάς έτσι, το κουνάς πέρα δώθε και καλύπτεις ένα τόξο τριγύρω που σε προστατεύει απ’ το να πέσεις και να τσακιστείς σε κάποιο κενό, είναι η προέκτασή σου, ένας επιπλέον βραχίονας, μια ακόμα κλείδωση, το χέρι σου θα ‘ναι στο εξής μακρύ σαν το χέρι του Καραγκιόζη.

Το κρατάς και το περιεργάζεσαι, κάνεις μια λάθος κίνηση κι εκείνο - την πρώτη φορά έτσι αδέξιος που είσαι - σου ξεφεύγει ανάμεσα απ’ τα δάκτυλα και κάνοντας έναν κοφτό θόρυβο εκτινάσσεται μπροστά σαν φίδι, αυτό είναι, ξέρεις τώρα πώς δουλεύει αυτός ο διάολος.

Έχει δυο - τρία είδη από δαύτο, όχι τόσο δύσχρηστα αλλά όλα κακόγουστα. Το συγκεκριμένο έχει και θήκη, αν θες να μην φαίνεται το άκομψο του πράγματος, είναι επίσης και αδιάβροχη, βγαίνει σε γκρίζο και σε μαύρο αν θες.

«Το άλλο είναι αυτό…» σου λέει και σου δείχνει ένα μπαστούνι, Τσέχικο αυτό, πτυσσόμενο… καλά πτυσσόμενα είναι όλα, τηλεσκοπικό. Είναι τρεις σωλήνες, ο ένας μέσα στον άλλον κι είναι πάνω από μισό μέτρο κλειστό. Στο σύνολό του είναι ενάμιση μέτρο, σαν καλάμι ψαρέματος… «όχι δεν το θέλω αυτό» λες και της το πετάς στα μούτρα. Αυτή βέβαια δεν εκπλήσσεται, ξέρει ότι οι τυφλοί είναι ευέξαπτοι. Εσένα βέβαια αυτό το ότι δεν γυρνάει πίσω το μπαλάκι σου σπάει πιο πολύ τα νεύρα αλλά πρέπει να ηρεμήσεις τώρα, να συγκρατηθείς, δεν σου φταίει σε τίποτα η υπάλληλος.

«Κάτι άλλο έχετε;» ρωτάς.

«Ναι, έχουμε κι αυτό» και σου δίνει να δεις ένα άλλο τηλεσκοπικό, πιο συμμαζεμένο απ’ το πρώτο, αυτό έχει μια απαίσια λαβή όμως, ξύλινη με - το αποκορύφωμα - μια πλαστική τάπα και λάστιχο, για το χέρι. Τέλος πάντων το παραβλέπεις, το ζυγίζεις στο χέρι σου, είναι κάπως… κομψό.

«Υπάρχει κι ένα άλλο» σου λέει αυτή, «δεν έχουμε όμως τώρα, αυτό έρχεται κατόπιν παραγγελίας».

«Τι είναι αυτό;»

«Είναι με laser. Έχει έναν ανιχνευτή laser και βγάζει ένα ήχο όταν είστε κοντά σε αντικείμενα».

«Μα πάντα είμαι κοντά σε αντικείμενα».

«Ναι, η αλήθεια είναι πως αυτό είναι ένα πρόβλημα. Έχει όμως τρεις αισθητήρες, έναν κάτω, έναν στη μέση κι έναν επάνω και βγάζει διαφορετικό ήχο αν το αντικείμενο είναι ψηλά ή χαμηλά. Όταν είστε ανάμεσα σε κόσμο πρέπει βέβαια να το κλείνετε γιατί θα βαράει συνέχεια».

Αναστενάζω. «Έχετε κάτι άλλο να μου δείξετε;» ρωτάω.

«Άλλα βοηθήματα;»

«Ναι, οτιδήποτε».

«Έχουμε αυτά τα μανταλάκια για να ξεχωρίζετε τις κάλτσες σας, κάποιος άλλος βέβαια σας τις βάζει στα μανταλάκια».

«Δεν μ’ ενδιαφέρουν οι κάλτσες. Τίποτα άλλο;»

«Μάλιστα, αυτό το μέτρο, κρατάει στη μνήμη τις αποστάσεις που μετράτε και τις αναγγέλλει… κι αυτό εδώ που σας λέει τα χρώματα κι από πού έρχεται ας πούμε το φως… και κινητό που φυσικά έχετε. Υπάρχει κι η δανειστική βιβλιοθήκη από την οποία μπορείτε να προμηθεύεστε τα βιβλία σας, με την κάρτα μέλους μπορεί να σας έρχονται ταχυδρομικά περιοδικά για τυφλούς, σε κασέτα ή και σε Braille, διαβάζετε Braille;»

«Όχι» επεμβαίνεις εσύ, «δεν το χρειάζεται, γράφει στον υπολογιστή».

«Αα», κάνει η υπάλληλος. «Έχουμε και ρολόγια ειδικά, θα πρέπει να πάτε στον άλλο όροφο όμως. Εκεί θα βρείτε και εκτυπωτές και ό,τι άλλο χρειάζεστε για τον υπολογιστή σας».

«Θα πάρω αυτά», λέω.

«Υπάρχει κάποια ειδική έκπτωση;» ρωτάς.

«Έκπτωση; Τι έκπτωση;»

«Σωστά, τι έκπτωση;» λες ενώ εγώ είμαι ήδη στην πόρτα.

«Μην ξεχάσετε να πληρώσετε τη συνδρομή σας», ακούω πίσω μου την υπάλληλο ενώ εσύ τρέχεις να με προλάβεις στις σκάλες.

«Από ‘δω» λες, βλέποντας ότι πάω από την άλλη, «από ‘δω είναι το λογιστήριο».

«Να με διαγράψουν», λέω. «Μπορούν; Δεν μπορούν».

Yannis Petsas