Τόπος: Ξενοδοχείο «Κρίνος», Δικαστικό μέγαρο, Τα παλιά ικριώματα της αγοράς
Χρόνος: 1551
Soundtrack: The Cure, Drowning man http://www.youtube.com/watch?v=yzdd_i2iMBc
Δεν είχα πολύωρα κλείσει τα μάτια μου όταν χτυπήσανε την πόρτα, ο αφέντης φόρεσε αμέσως το παντελόνι του και τους άνοιξε, και ήταν οι τρεις άνδρες κι ο Αστυνόμος, εμένα δεν με ρωτήσανε τίποτα μα τον αφέντη τον πιάσανε από τα χέρια και του δώσανε μπουνιές. Ο Αστυνόμος του είπε, Φονιά και ο άλλος είπε, Να αίμα, δέσανε τον αφέντη μου με θηλιά στους καρπούς και το λαιμό και τον σύρανε έξω μέσα από την πλατεία που μας είδανε πολλοί και κάποιους από αυτούς τους γνωρίζαμε.
Κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια μιας αυλής κοντά στην φυλακή και δεν ρώτησα τον αφέντη αν ήθελε τίποτα. Είχε πολύ ασπρίσει με την ιστορία αυτή, είχε χάσει πολύ αίμα από το πρόσωπό και η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, όμως δεν είχα τρόπο κανέναν να τον βοηθήσω.
Την άλλη μέρα το πρωί τον βγάλανε με αλυσίδες και πήγαμε στο σπίτι που είχε μπροστά κόσμο και κόκκινες ταινίες στις πόρτες, από μέσα δεν ακουγότανε τίποτα για πολλή ώρα, κι όταν βγήκανε ο κόσμος φώναξε, Πουτάνας γιε, και ένας έφτυσε έναν αστυφύλακα. Ο αφέντης περπατούσε με σκυμμένο το κεφάλι και παραπατούσε γιατί του είχαν δέσει και τα πόδια. Κρεμάλα, είπε κάποιος και φώναξαν όλοι, Κρεμάλα!
Ο αφέντης δεν ξαναβγήκε από την κεντρική πύλη της φυλακής, έμενε μέσα για καιρό κι έρχονταν κάτι άνθρωποι με ακριβά κοστούμια και με μαύρα ρούχα και φεύγανε κλαίγοντας και βρίζοντας μερικές φορές. Εγώ έψαξα για δουλειά αλλά δεν με ήθελε κανένας και πήγαινα έξω από την φυλακή και περίμενα και πρωινά και το βράδυ πολλές φορές κοιμήθηκα στα σκαλοπάτια. Την αυγή λένε κρεμάνε τους κολασμένους.
Ο αφέντης κρεμάστηκε πριν από έναν άλλο που είχε κλέψει μια γριούλα και την είχε σκοτώσει. Ανέβηκε στην κρεμάλα από κάτι σκάλες και κοίταζε μπροστά του με τα μάτια γιατί είχε δεμένα τα χέρια στην πλάτη και τον οδηγούσε ένας αδύνατος άνθρωπος με σκούρο καπέλο. Πίσω από τα σκοινιά δεν είχανε βάλει τοίχο και φαινότανε ο ουρανός με τα σύννεφα κι ο αφέντης τα είδε και δάκρυσε επειδή τον έπνιγε με το σκοινί ο δήμιος. Τα πόδια του τρέμανε και αναστέναζε συνέχεια και είπε, Αυτή η πόλη με πνίγει γιατί δεν άφησα μια ασχήμια να ζήσει, εύχομαι να μάθουν πολλοί από μένα και καταριέμαι να γεμίσουν οι ασχήμιες όπως τα νερά της βροχής τα σπίτια.
Δεν μου άφησε τίποτα στην διαθήκη του και τον έθαψαν.
Δ.Κ. Για τον Άρντεν από το Φέβερσαμ
No comments:
Post a Comment