Monday, 30 November 2009
We proudly present... again!
Ο Κυριάκος Χαρίτος, γνωστός και ως Κ.Χ. παρουσιάζει το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα-πολεμική ανταπόκριση-κοινωνική ανάλυση μα πάνω από όλα χριστουγεννιάτικο παραμύθι:
Φον Κουραμπιές εναντίον Κόμη Μελομακαρόνη!
Δύο γενναίοι υπερασπιστές της παράδοσης και πολέμιοι της υπογλυκαιμίας απομακρύνονται από τους στρατούς τους την ώρα μιας θύελλας. Ο ανταγωνισμός κι ο δρόμος τους, τους φέρνουν αντιμέτωπους με τα αποκυήματα της φαντασίας του δαιμόνιου Κ.Χ.
Την φαντασία εικονοποίησε η Ντανιέλα Σταματιάδη. Σπεύσατε σε βιβλιοπωλεία και ασημένιους δίσκους! (Πάρτε και χαρτοπετσετούλα)
Ιδού και το Δ.Τ.:Για χρόνια και χρόνια κάθε Χριστούγεννα, Μελομακάρονα και Κουραμπιέδες τρώγανε τα μουστάκια τους στον πιο αστείο πόλεμο του κόσμου... Μια μέρα όμως μια ξαφνική χιονοθύελλα τα άλλαξε όλα. Ο Φον Κουραμπιές, ο κόμης Μελομακαρόνης, μια νηστική αρκούδα, ένας ξενύχτης σκίουρος, ένας κηπουρός ονείρων, κι άλλοι πολλοί χαρακτήρες στην πιο αλλιώτικη χριστουγεννιάτικη περιπέτεια με δυο μεζούρες γέλιο και δύο φλιτζάνια γλύκα!
Καλοφάγωτο!
Saturday, 28 November 2009
Accidental cityspit
Τόπος: Ηλεκτρονικός
Χρόνος: Απόγιομα
Soundtrack:http://www.youtube.com/watch?v=Z031l0E_5n4
Αυτό το email μου το έστειλε μια φίλη μου πριν λίγες μέρες. Δεν προορίζεται για cityspit αλλά εγώ νομίζω ότι είναι. Το κάνω λοιπόν copy paste κι ελπίζω να βοηθήσει και στην αναζήτησή της.
"To απόγιομα του Σαββάτου μου άρπαξαν την τσάντα μου στην πλατεία Εξαρχείων.
ΕιρήναΠι
Monday, 23 November 2009
Μικροπράγματα
Τόπος: Πάνω από το κεφάλι σου
Soundtrack:http://www.youtube.com/watch?v=bNbTC6xLVg0&feature=related
Έρχεται ένα πρωί που εκεί που τα μάτια σου στριφογυρίζουν κάτω από τα βλέφαρά σου και τρέχει και λίγο σάλιο στο μαξιλάρι σου σε ξυπνάνε λεπτές νιφάδες σοβά που πέφτουν στο μάγουλό σου, κραδασμοί που απορροφάει το στρώμα σου, ένας ήχος ανάμεσα στον τροπικό καταρράκτη και την ακόμα πιο τροπική καταιγίδα και το άρωμα του καυτού νερού πάνω στο σίδερο.
Πετάγεσαι ωσάν αντιλόπη στην θέα του κυνηγού της και ψάχνεις την πηγή του κακού σε εξηγήσεις όπως σεισμός, αποκάλυψη, εσφαλμένη μέτρηση στο ημερολόγιο των Μάγια, τρομοκρατική επίθεση, θεομηνία που λένε και οι δημοσιογράφοι. Κατεβαίνοντας τις σκάλες. Κοιτάς από το παράθυρό σου.
Ο υπόλοιπος κόσμος είναι ανέπαφος. Ανέφελος ο ουρανός, κλειστοί οι συναγερμοί, ακίνητα τα φωτιστικά, χαλαρές οι δεκοχτούρες. Σκέφτεσαι την φράση, μην το παίρνεις προσωπικά. Ο ήχος συνεχίζεται. Αποφασίζεις να τον ακολουθήσεις. Κάτι που δεν θα έκανε ποτέ μια αντιλόπη με τον κυνηγό της. Ορθώνεται μέσα σου ο homo sapiens, ο Διαφωτισμός, ο Δαρβίνος, ο Γαλιλαίος και τ’ άλλα παιδιά στην πρόταση, υπάρχει κάποια εξήγηση. Ξανά ανεβαίνεις τις σκάλες. Εκεί ήταν πιο δυνατό. Βγαίνεις στο μπαλκόνι. Ω τι θαύμα, ένας πίδακας καυτού νερού ,συγκεχυμένης απόχρωσης ,χύνεται πάνω στα πλακάκια. Κάτι έχει εκραγεί, κάτι που είχε μέσα του καυτό νερό. Και σκουριά.
Και συνειδητοποιείς πόσο πολύ θα ήθελες να έχει ορθωθεί μέσα σου ο ανώνυμος που ανακάλυψε τον τροχό, ο ανώνυμος που σκέφτηκε να φτιάξει το πρώτο λούκι, ο ανώνυμος υδραυλικός της πολυκατοικίας που σε ζαχάρωνε. Και νιώθεις τόσο μεγάλος μαλάκας. Που ξέρεις τόσο λίγα πράγματα για τα πράγματα που χρησιμοποιείς, για τα κτίσματα μέσα στα οποία ζεις, για το όνομα του διαχειριστή που έχεις ξεχάσει, για την ώρα που είναι 6.30 και κανείς δεν έχει πάρει χαμπάρι την ατομική σου συντέλεια.
Και για όλα τα μικροπράγματα που σε κλείνουν για ώρες μέσα στο ίδιο σου το κεφάλι. Η πόλη σου σε βλέπει από χαμηλά να αχνίζεις. Εσύ σκουπίζεις το άσπρο από το μάγουλό σου. Το νερό πλησιάζει τα πόδια σου. Και υποχωρείς.
Δ.Δ.
Wednesday, 18 November 2009
Cigarette break
Χρόνος: Καλά μπήκε ο Νοέμβρης...
Τόπος: Κάτω από τόνους λάσπης...
Soundtrack: http://www.youtube.com/watch?v=J76CcQ39Q-0
8.43 Δευτέρας. Βροχή με το τουλούμι. Έχω αργήσει αλλά το ρολόι του Δούκα πάει μπροστά. Όσο χρειάζεται κάθε φορά. Σταματημένος στο φανάρι του Φάρου με αδιάβροχο μόνο από πάνω και το jean μούσκεμα. Σιχτιρίζω την ώρα και την στιγμή που έβγαλα το θηρίο στην αθηναϊκή βροχή και σταματάω στην άκρη του δρόμου κάτω από το υπόστεγο του φούρνου φρέσκων προκάτ εδεσμάτων...
Ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά, για να αποφύγω τον χορό-γύρω-από-το-τοτέμ...βγάλε τσάντα, ξεκούμπωσε αδιάβροχο, άνοιξε τσέπη, ψάξε πορτοφόλι, μπας και στεγνώσω τα χέρια μου, πάνω από μια καύτρα. Ότι να 'ναι καύτρα. Καμία τύχη. 100 μέτρα πιο κάτω, παίρνει το μάτι μου ένα 500αράκι να έρχεται. Μου φάνηκε με φόρα. Τον είδα που άνοιγε το παράθυρο. Με προσοχή να μην βραχεί. Και κοντά στο πεζοδρόμιο για να μην λερώσει... Και πέταξε την γόπα. Στριφτό ήταν και έφερε δυο-τρεις γύρες στον αέρα. Δεν τον πρόλαβα. Η λίμνη του Ψυχικού είχε ήδη συγκλονιστεί από το τσουνάμι και τα απόνερα είχαν ήδη αυτοκτονήσει στεγνώνοντας στο μοναδικό ανέπαφο μέχρι στιγμής σημείο. Το εσωτερικό του κράνους και λίγα μαλλιά. Ψιλά δεν έβρισκα με τίποτα. Με πλησιάζει ένα παλικάρι...
- Φιλαράκι έχεις ένα ευρώ να πάρω ένα μάλμπορο?
Είχε προτεταμένη τη χούφτα του με μερικά λιανά μέσα. Με μια γρήγορη ματιά μετράω τα λεφτά που είχε μαζέψει.
Ρε μαγκάκι, του λέω, έχεις αρκετά χρήματα για να πάρεις τσιγάρα. Έχεις 2.50 ευρώ. Μπορείς να πάρεις τα Ρόκετ τα 40αρια.
- Ε όχι Ρόκετ ρε φιλαράκι, αυτά θα μου χαλάσουν το λαιμό.
Τσιγάρο δεν έκανα...
Γ.Ν.
Sunday, 15 November 2009
Ένα βράδυ στη Γύρα – Τα μάτια
Τόπος: Αθήνα
Χρόνος: 8 Ιουλίου 2009
Soundtrack: http://www.youtube.com/watch?
Και ξάφνου δεν είμαι εγώ αυτός που διηγείται την ιστορία αλλά κάποιος άλλος που βρίσκεται απ’ έξω και κοιτάζει έναν χαρούμενο τύπο μόνο του σ’ ένα παγκάκι στην πλατεία Εξαρχείων ένα βράδυ Ιουλίου. Και λέει αυτός ο άλλος, «Ένα αταίριαστο ζευγαράκι περνάει μπροστά απ’ το παγκάκι», το δικό μου εννοεί, «ψάχνοντας πού θα πάει, επάνω σ’ αυτό με την αυλή; ή στο ΔΙΠΛΟ; δεν μπορούν να θυμηθούν πού περνάνε καλύτερα, πού τους αρέσει να πηγαίνουν. Αγκαλιάζονται σταματημένοι περιμένοντας ν’ αποφασίσουν. Το αγόρι είναι γεροδεμένο, πιθανότατα ασχολείται με υπολογιστές και το κορίτσι έχει γυμνές γάμπες· είναι κοντούλα, τα μάτια της σαρώνουν τα πρόσωπα γύρω της, στο στόμα της η γλώσσα της δουλεύει ακατάπαυστα σαλιώνοντας και στεγνώνοντας το εσωτερικό του, δεν δίνει δεκάρα για το πού θα πάνε. Το αγόρι της κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, αμήχανος κάτω από το βάρος της επιλογής. Το κορίτσι εστιάζει στον χαρούμενο τύπο στο παγκάκι. Αρχίζει να παίζει. Τον κοιτάζει με μανία επειδή δεν μπορεί να του μιλήσει. Ρίχνει όλη την προσωπικότητά της στο βλέμμα της για να του κινήσει την προσοχή, έτσι όπως κάνουν οι ανώριμοι άνθρωποι που εξαντλούνται στα κοιτάγματα και μετά δεν έχουν να προσθέσουν τίποτα. Τεντώνει στα άκρα την προσήλωσή της για να γίνει σημαντική, να του μείνει αξέχαστη. Ξερογλείφεται και αναστενάζει αδιόρατα. Ο τύπος στο παγκάκι», εμένα εννοεί, «τσιμπάει το βλέμμα και το βάζει στην τσέπη του. Κάπου θα χρειαστεί, σκέφτεται. Το αγόρι αποφασίζει: σ’ αυτό με την αυλή. Σφίγγει το κορίτσι και γυρίζοντας την πλάτη τους πάνε να χαρούν το βράδυ τους. Ο τύπος στο παγκάκι χαμογελάει· σαν να ‘χει κλέψει στα χαρτιά και δεν τον κατάλαβε κανείς.»
Δ.Κ.
Monday, 9 November 2009
Γύρω γύρω όλοι
Χρόνος: Κυκλικός
Τόπος: Χαλκίδα
Soundtrack:Over the pond, The Album Leaf
Αυτό το όνειρο το είδε η ξαδέλφη μιας φίλης της μητέρας μου ένα βράδυ του Ιουλίου ενώ τη φιλοξενούσε η νονά της σε κίτρινο παραθαλάσσιο σπίτι στο νησί που δυστυχώς το 61 βυθίστηκε ολόκληρο από σεισμό πελαγικό. Και το μόνο σημείο του που έμεινε να φαίνεται πάνω από το νερό ήταν η κορυφή του σταυρού του μοναδικού μοναστηριού του νησιού που πολλοί ψαράδες αργότερα χρησιμοποιούσαν ως σημαδούρα και μπούσουλα για να μην θαλασσοπνίγονται άδικα και χωρίς ευθεία. Το έχω καταγράψει σε ένα χαρτί περιτυλίγματος από δώρο-βιβλίο στα 21α μου γενέθλια. Και βέβαια λείπουν πάντα μερικές λέξεις εκεί που το σιλοτέιπ ξανά κόλλησε πάνω στο χαρτί και το έσκισε. Η ξαδέλφη εκείνης της φίλης της μητέρας μου ήταν τότε 11 ετών και την λέγανε Αν... Αδ...η (σκίστηκε το χαρτί χάθηκε όλο τ’ όνομα) και είχε εκείνη τη μέρα -θυμόταν- ένα κακάδι στο γόνατο γιατί το ίδιο πρωί στο μπάνιο το είχε γδάρει λίγο στα βράχια και λίγο πριν κοιμηθεί -το ίδιο δηλαδή βράδυ- την φίλησε για πρώτη φορά στη ζωή της ένα αγόρι του νησιού που το όνομά του ξεκινούσε μάλλον από λάμδα ή βήτα και είχε ένα λακουβάκι κάτω από το αριστερό μάτι που κάθε που το κοιτούσε εκείνη σκεφτόταν ότι το σχήμα του ταίριαζε απόλυτα στο αποτύπωμα του μικρού της δαχτύλου. Αλλά ποτέ δεν τολμούσε να δει αν είχε δίκιο. Την φίλησε στον πλαϊνό τοίχο μιας εκκλησίας πολύ παράξενα ενώ χαχάνιζαν για κάτι ασήμαντο. Της πήρε που λένε ένα φιλάκι από το στόμα. Σαν να ήταν τα χείλη του ένα ψαλιδάκι του ανέμου. Και έτσι της το έκοψε... φραπ! Και μαζί και την μιλιά και εκείνη ένιωσε πως μάλλον και την ίδια της την πνοή τής έκοψε. Γιατί τής ήρθε ζάλη μαύρη ξαφνικά και πέσανε πολλά αστέρια μπροστά στα πόδια της σπάζοντας το ένα μετά το άλλο σαν γυάλινα ποτήρια. Και όταν πήγε να φύγει τρέχοντας σκόνταψε πάνω στο μοναδικό άγαλμα του προαυλίου που γύρισε να την κοιτάξει θυμωμένο και τής κόπηκε το ένα της σανδάλι. Το ίδιο σανδάλι την άλλη μέρα το βρήκαν πάνω στα κεραμίδια της εκκλησίας άγνωστο πως. Και φτάνοντας στο σπίτι η Αν... Αδ...η (σκίστηκε το χαρτί χάθηκε όλο τ’ όνομα) ενώ είχε περάσει μέσα από ένα στενό όπου κάθε πλάκα που πατούσε εκείνη έσκουζε και φώναζε και γέλαγε δαιμονικά. Και ενώ τα σκαλοπάτια του σπιτιού ήταν από νερό και σε καθένα βούλιαζε ολόκληρη μέχρι τα μάτια. Φτάνοντας σπίτι έπεσε μούσκεμα στο κρεβάτι της, έκλεισε τα μάτια όπως πατάμε το διακόπτη του φωτός κοιμήθηκε ακαριαία όπως πέφτει η πέτρα μέσα στο νερό και ονειρεύτηκε. Αυτή την ιστορία που μόλις τελείωσε...
K.X.