Το γεγονός ήταν ο θάνατος του γιατρού. Και ότι το πούλμαν είχε χωρίς λόγο ακινητοποιηθεί. Και ότι βρισκόμασταν σ’ ένα πολυσύχναστο σημείο της πόλης. Κι ότι ο μήνας είχε πρώτη. Κι ότι πιθανότατα θα αργούσαμε αρκετά να φτάσουμε στον προορισμό μας που ήταν μια διαβαλκανική εικαστική έκθεση. Πηγαίναμε για τα εγκαίνια, όλοι καλεσμένοι, κάποιοι γνωστοί κάποιοι άγνωστοι μεταξύ μας. Εγώ ήξερα καλά μια κοπέλα που έκανε δημόσιες σχέσεις για ένα μπαράκι στο κέντρο. Τώρα με κοίταζε απεγνωσμένη κρατώντας σκυφτό το κεφάλι, μέσα στους ώμους, σαν να φοβόταν μην κρυώσει ο λαιμός της για κάποιο λόγο.
Απ’ έξω ακούστηκε δυνατά μια φωνή που μας πρόσταζε να βγούμε έξω. Κανείς δεν τόλμησε να υπακούσει. Φαντάζομαι πως περνούσε από τα αυτιά όλων η ίδια αλληλουχία, κρότος, βόγκος, γδούπος. Όχι κανένας δεν θα έβγαινε από εκεί μέσα. Τουλάχιστον όχι πριν μπουν από την πίσω πόρτα, ακριβώς μπροστά στα μάτια μου τρεις ένστολοι κουκουλοφόροι με όπλα στα χέρια. «Όλοι έξω!» ακούστηκε ξεκάθαρα κάτω απ’ τις μάλλινες μπαλακλάβες και πριν προλάβουμε να σαστίσουμε, να συνεργαστούμε ή να αντιδράσουμε, ένας από αυτούς άρπαξε το κοριτσάκι και τον «καθηγητή» και τους τραβολόγησε δίνοντας νόημα στην προσταγή.
Έξω κάποιος προσφέρθηκε να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις, αλλά μια σφαίρα τον ξάπλωσε ανάσκελα σπάζοντας την ισορροπία της γραμμής όπου στεκόμασταν. Δεν τον απείλησαν ούτε τον προειδοποίησαν. Απλώς τον σκότωσαν. Ο μήνας δεν του μπήκε πολύ ωραία αυτουνού, σκέφτηκα. Για να δούμε αν θα έχουμε περισσότερη τύχη.
Ο οδηγός στεκόταν με τα γόνατα στο πεζοδρόμιο μπροστά σε κάτι άλλους ένστολους κουκουλοφόρους, με διακριτικά βαθμού στο μέρος της καρδιάς. Τρέμοντας τους έδειχνε τα χαρτιά του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, η μύτη του έσταζε και το κοντό πουκάμισο άφηνε να φαίνεται από το παντελόνι το πάνω μέρος της σχισμής του ποπού του. Ήταν χοντροφτιαγμένος και είχε τρίχες.
Εμείς είχαμε πιάσει το νόημα. Καθόμασταν όρθιοι ο ένας δίπλα στον άλλο σαν παλτά κρεμασμένα σε γκαρνταρόμπα και δεν βγάζαμε ούτε ατμό απ’ την ανάσα μας. Δεν έκανε κρύο. Ίσως από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων που περνούσαν δίπλα μας χωρίς να κοιτούν. Ίσως επειδή βρισκόμασταν ανάμεσα σε τεράστιες πολυκατοικίες που κρατούσαν ακόμα θερμότητα απ’ την ατελείωτη ζέστη στα τσιμέντα τους. Ίσως…
«Εντάξει είναι» είπε ένας από τους ένστολους στον ένστολο με τα διακριτικά κι αυτός με βαριά, απρόθυμη φωνή έκανε στον οδηγό, «Μπορείτε να φύγετε»· αμέσως μια εκπνοή συλλογική ακούστηκε από την γραμμή μας. Ο οδηγός μπήκε στο αυτοκίνητο έβαλε μπροστά και χωρίς καθυστέρηση έφυγε. Ούτε που νοιάστηκε για μας. Δυο ένστολοι κουκουλοφόροι πυροβόλησαν στον αέρα για να διαλύσουν την γραμμή μας, πράγμα που έγινε αυτόματα. Κανείς δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Με βήμα γοργό απομακρυνθήκαμε όσο περισσότερο μπορούσαμε μέσα στην κίνηση. Ένας ηλικιωμένος κύριος με φτωχικά ρούχα πλησίασε κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες απ’ τα πτώματα, μια καθαρίστρια σκούπιζε πεισμωμένα τις μπότες των ένστολων κουκουλοφόρων που είχαν λερωθεί με αίμα, ακούγονταν κόρνες και βήματα ανθρώπων στο πεζοδρόμιο, ένα αγοράκι γλίστρησε στα αίματα κι έβαλε τα κλάματα, και όσο το απομάκρυνε η μαμά του μαλώνοντάς το, όσο ο ηλικιωμένος κύριος έβγαζε με τανάλια τα χρυσά δόντια των νεκρών, οι ένστολοι κουκουλοφόροι σταματούσαν το επόμενο όχημα για άλλον έναν απ’ αυτούς τους καινούργιους «πρωτομηνιάτικους» ελέγχους.