Tόπος: Κομοτηνή, το κλασικό indie μαγαζάκι στη γωνιά της πλατείας
Soundtrack: Memphis Ma Rainy – Baby No.10 Βρισκόμαστε για άλλη μια φορά στο μαγαζάκι το κλασικό, εκεί που συχνάζουν όλοι οι indie. Ο πρόλογος θα μπορούσε να θυμίζει κάποια ιστορία που έχει γραφτεί ή νομίζουμε πως έχει γραφτεί, ωστόσο εδώ δε μας απασχολούν τόσο τα indie ρομάντζα, οπότε η συνέχεια εξελίσσεται λίγο διαφορετικά.
Όχι. Το ενδιαφέρον μας σήμερα μονοπωλούν τα σύννεφα κι ο αέρας και η μουσική, μαύρα, άραχλα και δυνατά, που κατέβηκαν σαν σκοτεινή Αγία Τριάδα και μπλάβιασαν τη μικρή μας πόλη.
Ο ουρανός έχει μπουκώσει και ετοιμάζεται να ξεράσει το μελάνι που μάζεψε, θα βρέξει πολύ, θα βρέξει δυνατά, τρέχω, τρέχεις, τρέχουμε να βρούμε καταφύγιο, ευτυχώς έχουν μείνει τραπέζια άδεια, κάθομαι, λαχανιάζεις, μια κοπέλα παραδίπλα αναστενάζει με ανακούφιση, χαλαρώνουμε.
Στο μαγαζάκι ακούγονται μπλουζ, που βγαίνουν αργά και μπουκωμένα, σχεδόν σαν να γεννιούνται αυτή τη στιγμή, τα πρώτα μπλουζ του βουντού και του βαμβακιού, ατόφια, πριν τα περιλάβουν οι λευκοί και τα ηλεκτρίσουν, πριν γίνουν μόδα, μπλουζ που παραπέμπουν σε εποχές παλιές, τότε που τα τραγουδούσαν για να τα ακούσει κάποιος λόα και φέρει βροχή ή μια παλιά αγάπη.
Οι πρώτες στάλες πέφτουν και σύντομα η βροχή εξελίσσεται ανελέητα σε καταιγίδα. Οι παρέες που κάθονταν έξω χώνονται μέσα βιαστικά, και όλοι μαζί, σαν αποχαυνωμένοι, παρακολουθούμε τα τραπέζια να μαστιγώνονται ανελέητα από νερό και άνεμο, “κοίτα πώς πέφτουν οι σταγόνες στα ποτήρια!” αναφωνούμε κολλημένοι στο τζάμι, χωρίς να απευθυνόμαστε σε κανέναν συγκεκριμένα, αλλά όλο και κάποιο “ναι!” θα ακουστεί.
Οι μέχρι πρότινος ματιές αμηχανίας και τα ντροπαλά χαμόγελα, που ανταλλάσσονται συνήθως από γνωστούς – αγνώστους, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε χαρούμενα βλέμματα και γέλια, χωρίς ντροπή. Σαν να θυμόμαστε πως είμαστε όλοι άνθρωποι επειδή βρέχει, όπως τότε στο σχολείο που σύσσωμη η τάξη μαζευόταν στο παράθυρο επειδή άκουσε το θόρυβο ενός αεροπλάνου να πετάει και για λίγο ξεχνούσαν ποιος κορόιδευε ποιον, η βροχή μάς έχει βάλει όλους στην ίδια κατηγορία, δεν είμαστε πια -ίτες, -ικοί ή -άδες.
Η κοπέλα από δίπλα έχει σηκωθεί κι αυτή, αγγίζει το τζάμι και χαμογελάει αχνά.
Η βροχή συνεχίζει να πέφτει μανιασμένα, λυσσασμένα σχεδόν, έχει μετατρέψει τα φλιτζάνια σε μικρούς ωκεανούς και τα μπλουζ συνεχίζουν στη διαπασών, δεν είμαστε εδώ, στο indie μαγαζάκι, έχουμε μεταφερθεί σε μια άλλη Νέα Ορλεάνη, σε έναν άλλο κόσμο, και ο Μόμπου, ο λόα της καταιγίδας μάς στέλνει τα δώρα του, ένα ψηλό αγόρι αγκαλιάζει από πίσω την κοπέλα που αγγίζει το τζάμι, φιλιούνται, αργά, βαθιά, ζεστά, μάλλον η Ερζουλί άκουσε τις προσευχές της.
Κι όταν η βροχή σταματήσει, απότομα όπως άρχισε, κι ο ήλιος αρχίζει να παιχνιδίζει δειλά πίσω από τα σύννεφα, η ατμόσφαιρα φωτίζει αλλά τα χαμόγελα εξαφανίζονται και για λίγο το μόνο που ακούγεται είναι ξερόβηχας και “συγγνώμη, μπορώ να περάσω;” Οι παρέες επιστρέφουν στα τραπέζια τους και θυμούνται πάλι τα προβλήματα, τα κατορθώματα και τις ιδεολογίες τους, γινόμαστε πάλι άγνωστοι-γνωστοί και γνωστοί-άγνωστοι.
Το ζευγαράκι του τζαμιού χωρίζεται, αμήχανες ματιές υπόσχονται ότι θα τηλεφωνηθούν, κι η μουσική αλλάζει σε κάτι πιο indie, σημάδι πως ο Μόμπου και η Ερζουλί έφυγαν για άλλους κόσμους, όπου μάλλον οι άνθρωποι χαμογελούν λίγο περισσότερο.
Pooka