Friday, 27 June 2008

Κρεασιόν (Συνέχεια ένα μήνα μετά)

Τόπος: το πεζοδρόμιο της ζωής

Χρόνος: Αρκετά χρόνια μετά το πτυχίο μου

Soundtrack: John the Revelator (Ο Γιάννης της Αποκάλυψης) του SON HOUSE

Και τότε άνοιξε η έβδομη σφραγίδα και βγήκε ο σατανάς με μαλλιά λαδωμένα και ποντίκια στα μπράτσα του, ούρλιαζε προς τα πάνω έναν τυφώνα και τα τραγοπόδαρά του γραπώνονταν στην ψάθινη καρέκλα. Πήρε ένα μαχαίρι στο χέρι και με βία κοιτάζοντας ευθεία, έκοψε το λαιμό του. O Caravaggio δεν ζωγράφισε ποτέ τον αποκεφαλισμό του Ολοφέρνη!

Τα κόκαλα του σαγονιού του φάνηκαν μέσα στο αίμα που γέμιζε τα ποτήρια του κρασιού στο τραπέζι, πιτσιλιές έπεφταν πάνω στα τρομαγμένα χέρια της κοπέλας που όπως κοιτάζει ελαφάκι μικρό, στο ξέφωτο του δάσους, τον βρωμερό κυνηγό να γδέρνει την σκοτωμένη μάνα του, κι αυτό ανίκανο να τρέξει μακριά, λουφάζει ακίνητο, πασιφανές, κοιτάζοντας με τρομαγμένα μάτια υγρά το βάναυσο έργο, χώνοντας την μουσούδα του στο μαλακό του δέρμα, έτσι κι αυτή τον κοίταζε μέσα απ’ τα δάχτυλά της.

- Μην κάνεις έτσι ρε φίλε, του λέω εγώ, είμαστε στην μέση του δρόμου.

Μα το ποτάμι είχε ξεκινήσει την ροή του, ήταν αυτή η ώρα που η ζέστη κι ο βράχος γεννάνε νερό, και σηκώνοντας εκατόν εξήντα ίππους σε τέσσερις τροχούς σκόνισε τα απομεινάρια της διάθεσής μου να ζήσω αυτό το καλοκαίρι σ’ αυτή την βρωμόπολη με όλους αυτούς τους μισάνθρωπους επαγγελματίες που δεν κατανοούν ποτέ την έννοια της αδυναμίας.

Πλήρωσα το λογαριασμό και φύγαμε χωρίς να έχουμε τελειώσει το άθλιο φαγητό μας.

Δημήτρης Κουρούμπαλης

Thursday, 12 June 2008

Leave your myth in Greece

Χρόνος: 8.30

Τόπος: Λυκαβηττός, στο δρόμο για να δω Nick Cave


Soundtrack: The weeping song, Nick Cave and the Bad Seeds
http://www.youtube.com/watch?v=lsOBpDkwBtM

Τίποτα δεν σου απαγορεύει να εκφραστείς. Είσαι ελεύθερος. Είναι δικό σου το ταξί, δικιά σου η βάρδια, δικό σου και το δάνειο που αποπληρώνεις.

Έχεις να το πλύνεις μήνες. Κι εσύ έχεις να πλυθείς βδομάδες. Σου δίνω έναν προορισμό. Και κοπανάς τα χέρια σου στο τιμόνι βρίζοντας όσο χειρότερα μπορείς. Όχι εμένα.

Την τύχη σου. Το θεό σου και τους αγίους του, την ώρα. Ανάβεις και τσιγάρο κι ελπίζω να σε καταπραΰνει γιατί μ’ έχεις τρομάξει και εγώ έχω αργήσει. Δεν με παίρνει να σου πω:

Να πας να γαμηθείς.

Βρίζεις σαν να σε βρήκε η μεγαλύτερη αδικία του κόσμου. Είσαι ελεύθερος. Έτσι μου είπες με τα φώτα σου. Κι εγώ σου είπα Λυκαβηττό. Εγώ δεν είμαι ελεύθερη. Αυτοπεριορίζομαι. Κάθομαι σταυροπόδι και κολλάω στην πόρτα, κοιτάζω έξω σαν να μην σε ακούω, σαν να μην είμαι εκεί αλλά να σε οδηγώ, σαν την τύχη σου.

Δεν μπορώ να σου πω όχι, χωρίς να χάσω κάτι. Κι έχω κάπου να πάω, συγκεκριμένα. Είσαι ελεύθερος γαμώτο, ελεύθερος τι άλλο θες; Θα σου δώσω και λεφτά, θα με ξεφορτωθείς γρήγορα, θα δεις την πόλη από ψηλά κι οι μπάτσοι θα διευκολύνουν τη διαφυγή σου. Κι αν κολλήσεις κάπου θα μετράει πενηντάλεπτα ο μετρητής σου εις βάρος μου κι υπέρ σου. Ελεύθερος, γαμώτο, ελεύθερος να ξερνάς τον εκνευρισμό σου στα αυτιά μου. Να τινάζεσαι στο κάθισμά σου και να μαρσάρεις, να πας από το λάθος στενό για να βρίσεις και φανάρια εκτός από βουνά.

Ξεφυσάς και ξανά ξεφυσάς και μέσα μου παρακαλάω να σπάσεις τον αντίχειρά σου στο τιμόνι έτσι όπως το χτυπάς, να πνιγείς στη λέξη Παναγία, να γυρίσει η βρωμιά σου προς τα μέσα και να σου φάει τα κύτταρα, να βρεθείς στο καθαρτήριο του Δάντη στο τμήμα των βλάσφημων, να κάτσει κάποιος και να γράψει με τατουάζ όλα αυτά που λες πως γράφεις στα αρχίδια σου, να πραγματοποιηθούν όλες οι ευχές σου.

Εγώ δεν είμαι ελεύθερη, γαμώτο, έχω πάντα κάτι να χάσω κι αυτό δεν είναι ελευθερία.

Λυκαβηττό ρε μαλάκα, Λυκαβηττό.

Ναι όλοι εκεί θα πάμε απόψε, θα σε βρουν και θα σε φέρουν κι άλλοι εδώ πάνω. Να το κλείσεις, να χάσεις κι εσύ κάτι, να χάσεις τη φωνή σου στη στροφή, το μεροκάματό σου, την ελευθερία σου.

Πάνω στη σκηνή λικνίζεται ένα σώμα, που έχουν αγαπήσει άνθρωποι που ποτέ δεν θα το δουν γυμνό. Όπως δεν αγαπάς εσύ όλα τα ζευγάρια πόδια που έχει σκεφτεί το χέρι σου να ανοίξει. Τραγουδάει, βραχνιάζει, τραγουδάει για φόνους και έρωτες μέσα στο κουστούμι του, ρίχνει τον προβολέα του στο κοινό του, βρίζει κι αυτός τους εχθρούς του αλλά προσεύχεται στον θεό του και στους αγίους του, γουστάρει, είναι κι αυτός ελεύθερος! Ελεύθερος γαμώτο, πιο ελεύθερος από σένα, ηλίθιε.

Με κάνει ότι θέλει κι ας μην έχω τίποτα να χάσω. Τραγουδάει ρε μαλάκα, για έναν Ορφέα του Τέξας. Αφήνει τον μύθο του στη χώρα σου για να χεις να τρως, όπως έχεις φάει και κάθε σπιθαμή της διάθεσής μου.
Που να σε βρουν οι τοίχοι που αποφεύγουνε τα φρένα σου.

Δ.Δ.

Wednesday, 11 June 2008

Proost!

Χρόνος: Περασμένα Μεσάνυχτα

Τόπος: Ρότερνταμ

Soundtrack: Janis Joplin - Piece of my heart

Χορτάτοι και λίγο μεθυσμένοι παρκάρουμε τα ποδήλατα πάνω σε μια κολώνα ηλεκτρικού ρεύματος, περνώντας γύρω τους όλες τις αλυσίδες που έχουμε στη διάθεσή μας, ενώ η γέφυρα έχει ανοίξει στα δύο για να περάσει το βυτιοφόρο και να μπαρκάρει στο λιμάνι...

- Hey man!!Use both lockers!!Stealing bikes is a hobby for the motherfuckers around here!! (Πρόσωπο 1)
- Yeah man!!Do you want to walk back home?
- Fuck...If they steal it we will buy a new one from the junkies...5 eurοs will be enough for them!!(Πρόσωπο 2)

Χωρίς σκέψη μπαίνουμε στο πρώτο μπαρ μπροστά μας...Ωραία διακόσμηση σκέφτομαι...Χαμηλός φωτισμός και πάνω στους τοίχους αποκόμματα εφημερίδων και φωτογραφίες από rock stars του΄60. Στο σκοτεινό βάθος ένα ζευγάρι ξανθών μαλλιών ερεθίζει τον για μήνες ανικανοποίητο ανδρισμό μου.

- Welcome guys! Something to drink?
- Three beers, alstublieft!!

Ο γέρος που κάθεται στα αριστερά μας, με κοιτάζει με μισό μάτι κρατώντας το άδειο ποτήρι του. Μουρμουράει κάτι στα ολλανδικά και παραγγέλνει άλλο ένα ποτό. Ξαφνικά η κακοβαμμένη και υπέρβαρη γριά σύντροφός του βγαίνει από την τουαλέτα, κουμπώνοντας το παντελόνι της...Του σκάει ένα φιλί και πίνοντας από το ποτό του, αρχίζει να κουνιέται άγαρμπα και άρρυθμα μπροστά μας..."Old Dutch bitch" μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Ιταλός και αρχίζει τα γέλια...Οι μπύρες μας φτάνουν με μια περίεργη καθυστέρηση για ένα μισοάδειο μαγαζί...

- Alstublieft!!
- How much is it?
- Oooh!!It's nothing...Laura and Jessica want to offer you the beers!!

Οι δυο ξανθιές σηκώνουν τα ποτήρια τους, κοιτάζοντάς μας κατάματα με τα κιτρινισμένα δόντια τους, τα πεσμένα στήθη και το μπόλικο ρουζ στα μάγουλά τους.

- Proost!!
- Cheers!!
...

Βγαίνοντας από το μπαρ με ανακούφιση βλέπουμε τα ποδήλατα μας να είναι ακόμα κλειδωμένα στο στύλο ενώ η γέφυρα μόλις έχει αρχίσει να κατεβαίνει...Από τη τζαμαρία του μπαρ φαίνεται η γριά να κουνιέται μπροστά από τον βαριεστημένο σύντροφό της και η σερβιτόρα να μαζεύει τις τρεις μισοτελειωμένες μπύρες από τη μπάρα...

Harry

Tuesday, 10 June 2008

Ανοχύρωτη Πόλη


Τόπος: ξεχασμένος

Χρόνος: κυνικός (μόνο και μόνο επειδή κυλάει)

Soundtrack: Σύγχρονα "λαϊκά" άσματα στη διαπασών τα οποία ωστόσο μόλις που διακρίνονται, αφού ο ήχος της εξάτμισης υπερισχύει του εξερχόμενου από το ανοικτό παράθυρο

(Κουβέντες πόλεων ανταλλάσσοντας, αλλά εκείνες τις γεννημένες όχι στα φωταγωγημένα στέκια των δήθεν προνομιούχων και φερόντων τον -εκφυλισμένο πλέον- όρο "κοσμοπολίτικων κέντρων". Και κινητήρια δύναμη η ματαιοδοξία, η οποία οδηγεί στην παράφραση του βαπτιστικού ενός διαδικτυακού τόπου μετατρέποντας το στο εγωιστικό "πόλεις για φτύσιμο").

Οδηγούσα και δεν κατάλαβα το σεισμό. Δηλαδή και σπίτι να ήμουν, το πιο πιθανό είναι να μην τον καταλάβαινα ούτε τότε. Αν κάτι κατάλαβα όμως, από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου κιόλας, είναι ότι πάλι θα κλείνω τ' αυτιά μου για να αποκρούσω τα επικείμενα σήματα καταστροφολογίας και τα πυρά που θα εξαπολύει προς άπαντες η ανάγκη προβολής ορισμένων. Μετά το τηλεφώνημα όμως αντιλήφθηκα πως μάλλον είχα κάνει λάθος- τελικά υπήρχε λόγος. Και πως επίσης κάποιοι τόποι είναi καταραμένοι.

- "Κουνηθήκαμε, ναι, πολύ, έπεσε και η σκεπή του Άγιου Νικόλα, αλλά δεν ξέρω πόσο ήταν γιατί δεν έχω ανοίξει τηλεόραση. Τι να δω, άσε με, θέλω να κοιμηθώ. Πάλι με σήκωσε ο Θ. από τις 5 το πρωί- έχω αφήσει όμως ανοιχτή την πόρτα για να βγω γρήγορα αν ξαναγίνει τίποτα. Εσύ πότε τελειώνεις για να μας έρθεις";

Να έρθω; Ποτέ δε θέλω να έρχομαι, ποτέ δε μου αρέσει όταν έρχομαι και αν περνούσε από το χέρι μου ευχαρίστως να μην ξαναερχόμουν ποτέ. Καλοκαίρι και να κλειστώ στη βρωμόπολη επειδή έτυχε να είναι παραθαλάσσια και να έχει κάτι σκατόνερα που το μόνο που σου προσφέρουν είναι να βουτάς το κεφάλι σου για να αποφύγεις το στενό φλερτ της θερμοπληξίας. Ας είναι όμως, κάποια στιγμή θα πάω επειδή πρέπει, έστω κι αν δεν καλύπτει ούτε τις φιλοδοξίες ενός τριημέρου απόδρασης από την Αθήνα. Εδώ που τα λέμε, τόσο καιρό γκρινιάζω γιατί βαρέθηκα την Αθήνα και θέλω να φύγω γιατί δεν έχει "προοπτικές". Εκεί θα περάσω καλά που δε μπορώ ούτε να βρω ένα μέρος να βγω για ποτό και να μην έχω βαρεθεί στο μισάωρο; Αφού δεν ταιριάζει στην (εκλεκτική τελικά) ιδιοσυγκρασία μου, δε συνάδει με τις επιδιώξεις μου...

- "Η θειά σου η Γ.; Δεν ξέρω, δεν την πήρα. Καλά θα είναι, για να μη με πάρει".

Μα... τι λέει; Δεν την ενδιαφέρει; Και ασχολείται με όλες τις άλλες μαλακίες;

Και τότε ήρθε στο νου μου η εικόνα: όχι τόσο η οπτική αναπαράσταση αλλά, σε συνδυασμό με την πρόσφατη περιήγηση στα απομεινάρια γης που κάποτε σκεπαζόταν με επαρκή βλάστηση, η "εικόνα" της ατμόσφαιρας που διαπνέει την πόλη. Μια ανεξήγητη απάθεια, σημάδι του πόσο σημαντικού μεγέθους ήταν η εισβολή της προηγούμενης καταστροφής στην καθημερινότητα ορισμένων από τους κατοίκους της πόλης, του πόσο εκείνη είχε ενσταλαχθεί μέσα τους. Σα να λέει "τι με νοιάζει πόσο έγραψε το ΒΑΝ; Το καλοκαίρι ήταν χειρότερα. Δε μπορούσα να αναπνεύσω". Σχεδόν παρόμοιο συναίσθημα με αυτό της έντονης δυσφορίας που με κυριεύει ετούτη τη στιγμή- ατυχής ίσως παραλληλισμός, αλλά ικανός να αποτυπώσει το ψυχικό βάρος που σου μένει αν έχεις έρθει έστω και λίγο σε ουσιαστική επαφή με τη (μη) οργανικότητα της πόλης.

Μιας πόλης που μοιάζει δέσμια της λήθης, που γεννά καθημερινά ιστορίες που παλεύουν να ειπωθούν αλλά είναι καταδικασμένες να μην ακουστούν ποτέ. Τόσο γιατί το ίδιο το πρόσωπο του τόπου απωθεί εκείνους που θα μπορούσαν να τις αρθρώσουν, όσο και γιατί εκείνοι που τελικά τις βιώνουν αδιαφορούν και τις προσπερνούν. Αλλά και ακόμα επειδή οι ίδιες αυτές ιστορίες δε διαθέτουν κανένα από εκείνα τα στοιχεία που να τις καθιστούν ελκυστικές να τις διηγηθείς, που όσο και να προσπαθήσεις δυσκολεύεσαι να τις παρουσιάσεις ωραιοποιημένες. Εξάλλου πόσο ενδιαφέρουσα μπορεί να εξελιχθεί για τα ελιτίστικα αυτιά μου η πλοκή της ιστορίας της Χ., την οποία είχα αφήσει παιδάκι και τη βλέπω τώρα στα 20 να κυκλοφορεί -υπερβολικά για την ηλικία της- καλοντυμένη, με βέρα στο χέρι και το δικό της πλέον παιδί στην αγκαλιά. Ή η καθημερινότητα του Μ. που κατά τύχη άνοιξε δικό του μαγαζί, δεν του αρέσει, δεν πάει καλά, αλλά από αυτά τα λίγα που βγάζει ξοδεύει τα μισά σε ακριβά ρούχα και τα άλλα μισά το Σάββατο στο τοπικό σκυλάδικο, μόνο κι μόνο για να φαίνεται όπως λέει "σωστός επιχειρηματίας".

Τελικά όλες αυτές οι συχνότατες επισκέψεις της χιλιοτραγουδισμένης "μαύρης μοίρας", οι σεισμοί, οι πυρκαγιές, το ξύλο των ντόπιων τσιφλικάδων για πέντε φράουλες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στο χτίσιμο του υπάρχοντος αδιεξόδου, ή αποτελεί τελείως λανθασμένη διαπίστωση η πρόταση πως δεν είναι παρά μέρος της φυσικής "εξέλιξης", της ίδιας της ζωής και ίδιον της ταυτότητας του τόπου;

Το τηλέφωνο είναι κατεβασμένο εδώ και ώρα, τόση όση παραμένει μπροστά μου στάσιμο το βιβλίο που πρέπει να διαβαστεί για να είναι εφικτό το όνειρο του πτυχίου. Το μυαλό μου όμως βρίσκεται στους τόπους όπου δεν υπάρχει χώρος για τα όνειρα μου και γι' αυτό τόση ώρα δυσκολεύομαι να φτιάξω ένα παραμύθι της πόλης. Εκεί "παραμύθι" είναι το πτυχίο μου, οι πολύκροτες "προοπτικές" που αναζητώ και με κάνουν να γυρνώ την πλάτη στις μικρές χαρές και λύπες της καθημερινής ζωής. Εκεί όπου είναι αδιανόητο να σπαταλώ το χρόνο μου μπροστά από την οθόνη του υπολογιστή προσπαθώντας να διηγηθώ μια ιστορία που δεν είναι ιστορία, την ώρα μάλιστα που θα έπρεπε να είμαι στην πλατεία στοχεύοντας ημίγυμνες, αμίλητες γκόμενες. Και τελικά εκεί όπου πρέπει να πάω σε λίγο καιρό, όμως μέχρι να συμβεί αυτό οφείλω να μετατρέψω το "πρέπει" σε "θέλω", για να μπορέσω να πάρω μαζί και τα όνειρα μου.

Παντελής Μαυρομμάτης



Monday, 9 June 2008

Blues Rain

Tόπος: Κομοτηνή, το κλασικό indie μαγαζάκι στη γωνιά της πλατείας
Soundtrack: Memphis Ma Rainy – Baby No.10

Βρισκόμαστε για άλλη μια φορά στο μαγαζάκι το κλασικό, εκεί που συχνάζουν όλοι οι indie. Ο πρόλογος θα μπορούσε να θυμίζει κάποια ιστορία που έχει γραφτεί ή νομίζουμε πως έχει γραφτεί, ωστόσο εδώ δε μας απασχολούν τόσο τα indie ρομάντζα, οπότε η συνέχεια εξελίσσεται λίγο διαφορετικά.

Όχι. Το ενδιαφέρον μας σήμερα μονοπωλούν τα σύννεφα κι ο αέρας και η μουσική, μαύρα, άραχλα και δυνατά, που κατέβηκαν σαν σκοτεινή Αγία Τριάδα και μπλάβιασαν τη μικρή μας πόλη.

Ο ουρανός έχει μπουκώσει και ετοιμάζεται να ξεράσει το μελάνι που μάζεψε, θα βρέξει πολύ, θα βρέξει δυνατά, τρέχω, τρέχεις, τρέχουμε να βρούμε καταφύγιο, ευτυχώς έχουν μείνει τραπέζια άδεια, κάθομαι, λαχανιάζεις, μια κοπέλα παραδίπλα αναστενάζει με ανακούφιση, χαλαρώνουμε.

Στο μαγαζάκι ακούγονται μπλουζ, που βγαίνουν αργά και μπουκωμένα, σχεδόν σαν να γεννιούνται αυτή τη στιγμή, τα πρώτα μπλουζ του βουντού και του βαμβακιού, ατόφια, πριν τα περιλάβουν οι λευκοί και τα ηλεκτρίσουν, πριν γίνουν μόδα, μπλουζ που παραπέμπουν σε εποχές παλιές, τότε που τα τραγουδούσαν για να τα ακούσει κάποιος λόα και φέρει βροχή ή μια παλιά αγάπη.

Οι πρώτες στάλες πέφτουν και σύντομα η βροχή εξελίσσεται ανελέητα σε καταιγίδα. Οι παρέες που κάθονταν έξω χώνονται μέσα βιαστικά, και όλοι μαζί, σαν αποχαυνωμένοι, παρακολουθούμε τα τραπέζια να μαστιγώνονται ανελέητα από νερό και άνεμο, “κοίτα πώς πέφτουν οι σταγόνες στα ποτήρια!” αναφωνούμε κολλημένοι στο τζάμι, χωρίς να απευθυνόμαστε σε κανέναν συγκεκριμένα, αλλά όλο και κάποιο “ναι!” θα ακουστεί.

Οι μέχρι πρότινος ματιές αμηχανίας και τα ντροπαλά χαμόγελα, που ανταλλάσσονται συνήθως από γνωστούς – αγνώστους, εξαφανίζονται και δίνουν τη θέση τους σε χαρούμενα βλέμματα και γέλια, χωρίς ντροπή. Σαν να θυμόμαστε πως είμαστε όλοι άνθρωποι επειδή βρέχει, όπως τότε στο σχολείο που σύσσωμη η τάξη μαζευόταν στο παράθυρο επειδή άκουσε το θόρυβο ενός αεροπλάνου να πετάει και για λίγο ξεχνούσαν ποιος κορόιδευε ποιον, η βροχή μάς έχει βάλει όλους στην ίδια κατηγορία, δεν είμαστε πια -ίτες, -ικοί ή -άδες.
Η κοπέλα από δίπλα έχει σηκωθεί κι αυτή, αγγίζει το τζάμι και χαμογελάει αχνά.

Η βροχή συνεχίζει να πέφτει μανιασμένα, λυσσασμένα σχεδόν, έχει μετατρέψει τα φλιτζάνια σε μικρούς ωκεανούς και τα μπλουζ συνεχίζουν στη διαπασών, δεν είμαστε εδώ, στο indie μαγαζάκι, έχουμε μεταφερθεί σε μια άλλη Νέα Ορλεάνη, σε έναν άλλο κόσμο, και ο Μόμπου, ο λόα της καταιγίδας μάς στέλνει τα δώρα του, ένα ψηλό αγόρι αγκαλιάζει από πίσω την κοπέλα που αγγίζει το τζάμι, φιλιούνται, αργά, βαθιά, ζεστά, μάλλον η Ερζουλί άκουσε τις προσευχές της.

Κι όταν η βροχή σταματήσει, απότομα όπως άρχισε, κι ο ήλιος αρχίζει να παιχνιδίζει δειλά πίσω από τα σύννεφα, η ατμόσφαιρα φωτίζει αλλά τα χαμόγελα εξαφανίζονται και για λίγο το μόνο που ακούγεται είναι ξερόβηχας και “συγγνώμη, μπορώ να περάσω;” Οι παρέες επιστρέφουν στα τραπέζια τους και θυμούνται πάλι τα προβλήματα, τα κατορθώματα και τις ιδεολογίες τους, γινόμαστε πάλι άγνωστοι-γνωστοί και γνωστοί-άγνωστοι.

Το ζευγαράκι του τζαμιού χωρίζεται, αμήχανες ματιές υπόσχονται ότι θα τηλεφωνηθούν, κι η μουσική αλλάζει σε κάτι πιο indie, σημάδι πως ο Μόμπου και η Ερζουλί έφυγαν για άλλους κόσμους, όπου μάλλον οι άνθρωποι χαμογελούν λίγο περισσότερο.

Pooka

Sunday, 8 June 2008

Thorn Birds


Χρόνος: Σήμερα

Τόπος: Βιβλιοθήκη, Mikalska, Bratislava

Soundtrack:The thorn birds, theme


Έχω μπροστά μου ένα τρομακτικό Gray's Anatomy και το κοιτάζω με φόβο αλλά και λαγνεία...Πολύχρωμα κρανία με περιτριγυρίζουν μέσα από τις εικόνες του. Είναι επείγουσα ανάγκη να ξέρω τις πενηντακάτι ονομασίες απ' έξω μέχρι τις εννιά που κλείνει η βιβλιοθήκη. Πάνω που με πιάνει ο οίστρος, ακούω την μουσική ενός φλάουτου από κάπου κοντά. Για την ακρίβεια κάτω από το ανοιχτό παράθυρο...

Αρχικά χαμογελάω και σκέφτομαι πόσο ωραία είναι η πόλη που έχει γεμίσει με κάθε λογής καλλιτέχνη που προσπαθεί να βγάλει και κάτι από το ταλέντο του. Δεν γνωρίζω όμως...

Το πράγμα συνεχίζει...ο φλαουτίστας παίζει με τα νεύρα μας. Έχει εκτελέσει το ίδιο κομμάτι τουλάχιστον δέκα φόρες γιατί πιθανότατα είναι το μόνο που γνωρίζει. Είμαστε παρεάκι και τα 'χουμε παίξει. Ο εγκέφαλος μου τριβελίζεται καθώς προσπαθώ να θυμηθώ πού την ξέρω αυτή τη μελωδία.

Μετά και την τριακοστή φορά έχω κατασταλάξει. Είναι το soundtrack του Τα πούλια πεθαίνουν τραγουδώντας. Δε το 'χω δει ποτέ, όμως από κάπου μου χει μείνει η μελωδία. Και ο εφιάλτης συνεχίζεται...

Μετά από κανά δυο ώρες αποφασίζω να φύγω παίρνοντας μαζί μου και την ημικρανία μου. Καθώς βγαίνω από το κτίριο τον βλέπω. Τόση ώρα ήταν καθιστός απελπιστικά κοντά. Έτσι μου 'ρχεται να τον ξυλοφορτώσω με το πεντάκιλο βιβλίο μου αλλά αυτός με αποτελειώνει...

Σηκώνεται και αποφασίζει πως θέλει να φύγει! Τόση ώρα ήταν εκεί και δεν το κουνούσε με τίποτα και τώρα λες και θέλει να με οδηγήσει στην σχιζοφρένια την κάνει. Αποφασίζω πως με κέρδισε και αφήνω το βιβλίο μέσα στην τσάντα. Απόψε νομίζω πως θα προσευχηθώ σε όλους τους Θεούς να μην είναι και πάλι εκεί αύριο..

Vivi_kar

Wednesday, 4 June 2008

ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ















  • Στην οδό Μιαούλη στου Ψυρρή, ένας ψηλός άντρας με λαχεία, χωρίς υποψία παράκλησης στη φωνή ή στην κορμοστασιά του πουλάει κληρωτούς αριθμούς λέγοντας: Επενδύσεις; Θεραπεία οικονομικών παθήσεων;
  • H Doubleface εγκαινίασε το Φεστιβάλ Αθηνών και όπως ορίζει η διπροσωπία της είδε 2 παραστάσεις την ίδια ώρα. Για την Μήδεια του Παπαϊωάννου είπε τις λέξεις, τέλειο, ασφυκτικό, αργό. Για το Paso Doble των Μικέλ Μπαρθελό και Ζοζέφ Νατζ διαφορετικό, εικαστικό, κορυφαίο.
  • Μια γυναίκα δεν κατάφερε να περιμένει πάνω από μισό λεπτό να κατέβει τις σκάλες του θεάτρου και πήδηξε από το πλάι… και χτύπησε. Γιατί;
  • Με ετερόκλητους συνδαιτυμόνες και κακό ήχο ακούσαμε να χτυπούν στην ίδια Πέτρα στίχοι όπως: ….και τα καημένα τα μυρμηγκάκια χειροκροτάνε με ενθουσιασμό.. εν δυο, a bullet in the head και αγρύπνια, αψηλάφητο ζώο. Ωραία ήτανε!
  • Πώς να κλαδέψετε το δυόσμο σας. Θα χρειαστούν: Χέρια, Πάγος, Ρούμι, Μαύρη Ζάχαρη, Λάιμ, Σόδα, Μια συλλογή του Cosmos 93,6 κι ένα μικρό γουδοχέρι. Οι φίλοι θα έρθουν μόνοι τους, είναι η εποχή τους.

Monday, 2 June 2008

Τα παπούτσια στο χέρι


Τόπος: Σ. Τρικούπη

Χρόνος: Η ευρύτερη έννοια του τέλους μιας μέρας

Soundtrack: Babe, I'm gonna leave you, Led Zeppelin


Τα ανοιχτά παράθυρα δίνουν ορατότητα και χαρίζουν ακροαματικότητα στους κατοίκους των πόλεων που έχουν καλοκαίρι. Το απόγευμά μου ξεκινά με ένα γυμνό σώμα που απλώνει τα ρούχα του στο απέναντι μπαλκόνι. Συνοδεύεται δυσάρεστα από τον ήχο μιας λαϊκής μπάντας που τα σπάει σε άπιαστα για μένα ερτζιανά. Το σώμα είναι όμορφο τουλάχιστον. Έπειτα ακολουθεί το ωδείο, που δεν έχω εντοπίσει ακόμα, αλλά ξέρω ότι υπάρχει γιατί κάποιος σκοντάφτει στα πλήκτρα ενός πιάνου και πέφτει άγαρμπα στην παρακείμενη συγχορδία. Παράλληλα, ο κύριος Κώστας απέναντι ποτίζει με το σώβρακο τις γλάστρες. Τα χρυσάνθεμά του είναι όμορφα τουλάχιστον.

Όταν πέφτει το φως, που πέφτει αργά και δεν είσαι έτοιμος να πεις ότι είναι εννιά αλλά τον ήλιο δεν τον νοιάζει, γυρίζουμε σε ομιλίες. Σαν αυτές που ακούγαμε μέσα από την κοιλιά όταν ήμασταν σκέτο νερό και εύπλαστα οστά ακόμα και μας νανουρίζουν αντί να μας ξυπνούν, γιατί είναι μακριά και δεν αναφέρονται σε μας.

Τη νύχτα όμως, κι αφού μαζευτούν τα ξώφτερνα στις ντουλάπες τους και σβήσουν οι μηχανές, οι τελευταίοι εκδρομείς έχουν την τύχη να περπατήσουν στους δρόμους την ώρα που τα παράθυρα εκπέμπουν παράνομα. Κατεβαίνω την Σπυρίδωνος Τρικούπη με στόχο ένα ταξί στην Αλεξάνδρας. Σε ένα υπερυψωμένο ισόγειο ένα ζευγάρι λαχανιάζει και αφήνει υπονοούμενα στο περβάζι του. Στο ξενοδοχείο της γωνίας ένα ποτήρι σπάει και ένας άντρας που τον φαντάζομαι ρατσιστικά χοντρό βρίζει σε ακατάληπτη γλώσσα. Ένα ψυγείο ανοιγοκλείνει και διαστέλλει την τρύπα του όζοντος και μια σκιά στα δικά μου κυβικά βγαίνει αιφνιδιαστικά από το κάθετο στενάκι μπροστά μου και τρέχει προς το ταξί που θα με γύριζε σπίτι. Με τα παπούτσια στο χέρι και φερμουάρ μεσίστια.
Δ.Δ.

Sunday, 1 June 2008

Αστική κατόπτευση


Τόπος: Δρόμος
Χρόνος: Απόγευμα
Soundtrack: http://www.youtube.com/watch?v=CHmAUODVaLY
(I will be your mirror, Velvet Underground and Nico
): Άσχετο ίσως αλλά όλα είναι ο καθρέφτης μας.


Η ιστορία αυτή διαρκεί τόσο χρόνο, όσο χρειάζεται να διανύσει ένα φούξια ημιφορτηγό με ανοιχτή καρότσα, μια απόσταση είκοσι μέτρων με ταχύτητα 10-20 χλμ την ώρα.

Από το μπαλκόνι του νεότευκτου διαμερίσματος - σχεδόν δίπλα στη λεωφόρο με την εμπορική κίνηση - ο ήσυχος οικογενειάρχης τηράει αμέριμνος το πήγαινε-έλα του δρόμου. Δίπλα του παιχνιδίζει ο δικός του απόγονός περίκλειστος από τη στιβαρή σταθερότητα του μπαλκονιού.

Το ημιφορτηγό ανήκε σε κάποιον τσιγγάνο παλιατζή και η καρότσα μετέφερε τους καρπούς της γύρας του. Παλιά αντικείμενα, άχρηστα στην οικονομική δραστηριότητα. Μέχρι ένα φωτοτυπικό μηχάνημα του φάνηκε πως είδε φορτωμένο.

Τη μισή επιφάνεια της καρότσας κάλυπτε ένα υπερυψωμένο, σχετικά πρόχειρα φτιαγμένο, κουβούκλιο που είχε για σκεπή μια πλαστική τέντα και για πάτωμα μια ευρύχωρη ξύλινη τάβλα. Πάνω της, ανάμεσα σε δυο λεπτά ζωηρόχρωμα στρωσίδια, κοιμόταν, προφανώς, το παιδάκι του.

"Για φαντάσου" σκέφτηκε, "παλιά οι αγρότες έζευαν τα ζωντανά τους και πάνω τους μετέφεραν τα μισοκοιμισμένα παιδιά τους από το μαύρο χάραμα, όταν ξεκινούσαν για τις δουλειές στο χωράφι. Τώρα, μέσα στην τσιμεντένια πόλη, συμβαίνει το ίδιο με άλλους πρωταγωνιστές και με άλλους όρους - ή μήπως οι όροι δεν έχουν αλλάξει και πολύ;"

Ο παρατηρητής έριξε μια προστατευτική ματιά στο γόνο του μακαρίζοντας την τύχη του. Δεν χρειαζόταν να κοιμάται σε τάβλες εν κινήσει ανάμεσα σε είδη προς ανακύκλωση αλλά παρέα με χνουδωτά αθώα αρκουδάκια..

Εκείνη την ώρα, η στροφή της λεωφόρου άλλαξε κατεύθυνση στο ημιφορτηγό προς τα δεξιά. Το κοιμισμένο παιδικό σώμα, το σκουρόχρωμο πρόσωπο, μετακινήθηκαν αντίστροφα (δίχως να χάνεται η μακαριότητά τους) βάσει των αντίρροπων δυνάμεων που προκαλεί μια δεξιά στροφή και εξηγεί η φυσική.

Όλοι στην ιστορία, μακάριοι εν στάσει και εν κινήσει ξαναγύρισαν στους κόσμους τους. Ήταν μια πολύ διδακτική κατόπτευση.

Κώστας Καρατζάς