Saturday 10 May 2008

Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας


Χρόνος: Νύχτα.

Τόπος: Περιοχή Ντορέ, Θεσσαλονίκη, ένα δρόμο απ’ την παραλία.

Soundtrack: Το ομώνυμο

http://www.greektube.org/content/view/2306/2/

Εκείνη του δρόμου, κοντά στα τριάντα. Αυτός τύπος της πιάτσας, σαραντάρης. Παρατηρητής ο υποφαινόμενος ή τέλος πάντων κάποιος που κάνει τη θητεία του.

Οι νύχτες στη Θεσσαλονίκη είναι συνήθως υγρές, εκτός από μαγικές κι ονειρεμένες... απόψε όμως το παράκανε. Στέκομαι στο παράθυρο, ζωσμένος τις σφαίρες, γυμνός απ’ τη μέση και πάνω. Στάζω ολόκληρος, αέρας ούτε για δείγμα. Κοιτάζω το ρολόι μου, τουλάχιστον μια ώρα ακόμα. Καλύτερα εδώ παρά στον θάλαμο πάντως, εκεί κάτω σκυλοβρωμάει.
Αφήνω το
G3 στο τραπέζι και την αράζω στο παράθυρο. Από κάτω έρχονται καμιά φορά και κάνουν πιάτσα, που και που λέμε και καμιά κουβέντα να περάσει η ώρα. Μου αρέσει να το παίζω Ράμπο κι αυτές τα πάνε καλά με τις στολές.
Απέναντι αναβοσβήνει η ταμπέλα ενός ξενυχτάδικου. Από κάπου ακούγονται λαϊκά αλλά ο δρόμος είναι έρημος και δεν λέει να περάσει η πουτάνα η ώρα...
Ανάβω τσιγάρο, ακουμπισμένος στο περβάζι. Αυτό το τίποτα με νυστάζει, νοιώθω τα μάτια μου να βαραίνουν.

-Παράτα με.

-Έλα εδώ γαμώ τη μάνα σου.

-Ποιος είσαι ‘συ ρε μαλάκα που γαμάς και τη μάνα μου; Τι δική σου μάνα ποιος τι γαμάει;

-Τι είπες μωρή πουτάνα; Θα πεις εσύ μωρή κωλοβρώμα για τη μάνα μου;

-Άσε με κάτω... άσε με κάτω σου λέω.

-Κωλοπουτάνα, που ‘χεις εσύ μούτρα να μιλάς για τη μάνα μου.

-Άσε με κάτω παλιο πούστη... πονάω.

-Κάτσε καλά, κάτσε καλά γαμώ το μουνί σου.

-Μη... μη... όχι εδώ.

-Τώρα σε πιάσανε οι ντροπές; Τόση ώρα μας κουνιέσαι και τώρα μαας το παίζεις δύσκολη, τι μας πέρασες για τίποτα κωλομαλάκες;

-Παράτα με θα φωνάξω... μη... μη εδώ.

-Σκάσε... σκάσε γαμώ το κέρατό σου, σκάσε.

-Μη, μη σε παρακαλώ, θα κάνω ό,τι θες.

-Χεσμένη σ’ έχω παλιοπουτάνα... που θα μας το παίξεις πως δεν σου κάνουμε κιόλας... κωλοτσουλί.

Ακούγεται το G3 που οπλίζει. Ο τύπος σηκώνει το κεφάλι του κατά ‘κει που άκουσε το όπλο. Κοντεύω να του χώσω την κάνη στα μούτρα.

-Παράτα τη κωλομαλάκα γιατί δεν το ‘χω σε τίποτα...

Το όπλο είναι άδειο βέβαια αλλά του παίρνει κάτι δευτερόλεπτα να το σκεφτεί. Στο μεταξύ η γκόμενα ξεγλιστράει απ’ τα χέρια του και φεύγει τρέχοντας.

-Τι θες ρε μαλάκα κι ανακατεύεσαι;

-Μάζευτα και δίνε του πριν φωνάξω και γίνει εδώ της πουτάνας... μαλάκα... εδώ είναι στρατός, κωλαρχίδι.

Το σκέφτεται καλύτερα ενώ σηκώνει τα παντελόνια του.

«Άντε γαμήσου» λέει αλλά φεύγει.

«Τι γίνεται εδώ;» λέει ο συνάδελφος που ήρθε να μ’ αντικαταστήσει, μ’ αυτά και με ‘κείνα πέρασε η ώρα και ούτε που το κατάλαβα.

«Τίποτα» λέω και του παραδίδω τον οπλισμό.

-Πας για ύπνο;

«Πάω ν’ αλλάξω και να βγω μια βόλτα» λέω, «εδώ γύρω».

-Πέτυχες τίποτα καλό;

«Ποτέ δεν ξέρεις» λέω και φεύγω. Μπορεί να ‘ναι ακόμα ‘κει γύρω.

yannispetsas

5 comments:

dimitris dimitris said...

καλή η πουτάνα, καλύτερος ο φαντάρος, καλύτερες όλων οι αναμνήσεις. το έχει αυτό η κάργια η θεσσαλονίκη. σε καυλώνει

Yannis Petsas said...

Όλα είναι θέμα στιγμής, να βρεθείς στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη ώρα. Τα άλλα έρχονται. Άλλα φεύγουν, άλλα μένουν αλλά όλα διαρκούν λίγο, μια στιγμή.

Anonymous said...

Κι όμως, που να ξέρεις τι έγινε....
Ξαναγύρισα μισή ωρίτσα αργότερα. Συχναζα στην περιοχή και ψιλοήξερα τις βάρδιες. Είχα σκοπό να την στήσω πιο κάτω και να σου δώσω ένα μαθηματάκι, που με το G3 μού κανες τον αρχηγό. Βλέπεις, μου χάλασες μια καλή φάση και το πρωί θα μπάρκαρα με ένα γκαζάδικο για Οντέσσα και ένας διάολος ξέρει που αλλού. Άραξα πίσω απ το κεντράκι, με τις πενιές, νομίζω το λέγαν Κισσό, και περίμενα. Σε είδα να βγαίνεις καπνίζοντας. Έκανε ζέστη σαν χαμάμ. Φαντάρος ήσουν, ήξερα στο περίπου που θα πήγαινες. Είχα και έναν σουγιά, θα στην έκανα την ζημιά και άντε βρες με. Αλλά σε έχασα. Που στο διάολο χάθηκες; Κάπου μπήκες, κάπου έστριψες και στο σκοτάδι σε έχασα. Πήρα τον δρόμο να γυρίσω και κάτω απ την σκοπιά ακούω ένα "ψιτ φιλάρα". Γυρνάω, η σειρούλα σου ξέμεινε από φωτιά. Τον ρωτάω πως πάει, τι να πει. Του μιλάω λίγο μπας και μάθω για που την κάνετε σκαστοί αλλά είναι ψάρακας, εξ ού και το γερμανικό. Σε κάποια φάση σκάει ένα γκομενάκι του επαγγέλματος. Πιάνουμε την πάρλα, σκάω το παραμύθι στο κορίτσι περί Οντέσσα και τελευταία νύχτα και λεφτά στην τσέπη καληνυχτάμε την σειρά και βουρ για κοκό. Σωστή αυτή όχι σαν την άλλη την βρωμιάρα. Με πάει στην κάμαρή της δυό τετράγωνα πιο κάτω. Κάνουμε τα κόλπα μας και βγαίνοντας πέφτω πάνω στην άλλη και τον νταβά της. Βάζει τις φωνες η καριόλα, μου την πέφτει ο νταβάς, πάω να βγάλω τον σουγιά το παίρνει γραμμη και τρώω μια μαχαιριά στο χέρι και καπάκι άλλη μια στο πόδι. Πάνω στην φάση ακούω κάτι φωνές "ας τον κάτω ρε μουνί" και τέτοια. Ο νταβάς και η βρώμα την κάνουν, σκάνε δυο τύποι, με σηκώνουν. Τρέχει πολύ αίμα. "Τρέχα ρε μαλάκα να φωνάξεις το 166" λέει ο ένας. Ο άλλος πάει να βρει τηλέφωνο. Ο πρώτος κάθεται δίπλα μου. Μου λέει "μεγάλε εμεις θα την κάνουμε.Είμαστε φαντάροι και μην μπλέξουμε, έτσι; Καταλαβαίνεις"
Καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω ότι είχες δεν είχες μέ έχωσες σε ασθενοφόρο.
Χαλάλι σου όμως ρε μάγκα. Για καλό τόκανες.

Yannis Petsas said...

Είσαι ένας φαντασιόπληκτος φίλε μου, να το κοιτάξεις αυτό.

Yannis Petsas said...

Παιδιά, αλλάξτε την ώρα σ' αυτό το blog, πάμε 10 ώρες πίσω.