Τόπος: Αθήνα.
Χρόνος: 8 προ Ρουβικώνος.
Soundtrack: Steppenwolf Born to Be Wild.
http://www.youtube.com/watch?v=xm5DPlNCmtk
Είμαι 17χρονών, δηλαδή μόλις τα καβάτζωσα, είμαι φιγουρίνι και γαμάω στάνταρ τρεις φορές τη βδομάδα, από τρεις φορές τη φορά άμα λάχει, να μην σου πω τέσσερις. Δεν έχω πολλά στο μυαλό μου αλλά έχω μια μόνιμη σχέση, μια πιτσιρίκα απ’ το Λύκειο που μου κάνει τη ζωή δύσκολη – θα διπλαρώσω και θα στη φτιάξω εγώ – ξενοπηδάω όμως ό,τι βρω κι ό,τι κάτσει... γιατί κάτι πρέπει να κάνει ο καθένας με τη στύση του.
Έχω δικό μου σπίτι, ένα δώμα που το καλοκαίρι ψήνεις καφέ στο περβάζι και τον χειμώνα κυνηγάω μπεκάτσες, καθαρίζω όμως με ντουζάκια και με ζεστές κουβερτούλες που έχω από τη μάνα μου, εναλλάξ. Στην πραγματικότητα καρφί δεν μου καίγεται τι καιρό κάνει.
Χαρτζιλίκι έχω, δεν με φτάνει όμως, κάθε φορά μέχρι να έρθει το Σάββατο τη βγάζω δύσκολα κι όταν στριμώγμομαι πολύ σκέφτομαι να πιάσω καμιά δουλειά να ‘χω να βγαίνω, πέφτω για ύπνο όμως και μου περνάει.
Χρόνο έχω όσο θέλω, δεν κοιμάμαι ποτέ, γουστάρω τις βόλτες, τα μπιλιάρδα και τις μηχανές, δεν υπάρχει μία για μηχανή όμως, γάμησε τα.
Ευτυχώς, το γκομενάκι που έχω αδειάζει το ταμείο, δεν ξέρω τι κάνει, από φράγκα τα βολεύει πάντως μια χαρά και κοντά στον βασιλικό... δεν έχουμε πρόβλημα.
Δεν τη λες και κούκλα αλλά στο κρεβάτι φυσάει, καμιά φορά μου παίρνει το μυαλό, άρχοντας.
Έχω ένα ζευγάρι μπότες που δεν τις αποχωρίζομαι ποτέ και φοράω κολλητά τζηνάκια, το πουλόβερ κατάσαρκα, γυαλί Ray ban, ούτε δράμι περίσσιο και δεν έχω καιρό για χάσιμο, «Μεγάλε αύριο μπορεί να ‘ναι η τελευταία σου μέρα, φρόντισε».
Τα βραδάκια, όταν από γκόμενα ούτε λέπι, μαζευόμαστε στο δύο επί τρία και την κάνουμε λαχείο, ποιος νοιάζεται για το αύριο;
Τον χειμώνα στραβώνει πολύ το πράγμα, βρέχει, κάνει κρύο και τη βγάζω στο τηλέφωνο, τι άλλο να κάνεις;
Η βδομάδα παλεύεται κάπως με τις κοπάνες αλλά το μέσα είναι δράμα φίλε μου, πώς περνάει εκείνο το εξάωρο; Είναι να βαράς το κεφάλι σου στον τοίχο, νυχτώνει και νωρίς, δεν σου μένει ώρα για τίποτα, τόσες ώρες χαμένες, δεν είναι κρίμα;
Γάμησε τα, έτσι είναι η ζωή, σκατά.
Κυκλοφορεί η φήμη ότι θ’ αλλάξουν τα πράγματα, ούτε που με νοιάζει τι πάει να πει αυτό, δεν γίνεται και τίποτα να ανάψουν τα αίματα, βαριέμαι, βαριέμαι του θανατά.
Γίνονται φασαρίες στους δρόμους, στα φανερά πια, όπου πας στην πέφτουνε οι μπάτσοι.
Με τραβολογάνε κάθε τόσο στο τμήμα, για αποτυπώματα και τα ρέστα, δεν πάνε καλά. Απόψε μας την πέσανε στο παγκάκι, πέταξα το πακέτο που μόλις είχα πάρει γαμώ το, κρίμα το πακέτο.
Στο διάολο, νοιώθω ότι βράζω στο ζουμί μου εδώ μέσα.
Σήμερα δεν ήτανε να βγω κι η μάνα μου το πήρε γραμμή και μου ‘πλυνε το τζην. Έλα όμως που κάτι έτυχε... και το παντελόνι κρέμεται εκεί έξω, μούσκεμα. Φωνάζει αλλά το ξεκρεμάω απ’ το σκοινί, το φοράω και την κάνω, σιγά που θα κώλωνα.
Στο συγκρότημα που φτιάχνουμε όλοι οι άλλοι παίζουν κάτι. Σκαρώνω στιχάκια για να μην κάθομαι, μου βγαίνει εύκολα και μου πάει το δωδεκάμετρο, τα blues – άκια κυλάνε στο αίμα μου. Τα ‘χω μπλέξει λίγο τα πράγματα.
Απ’ αυτό που λένε εναλλακτικές τίποτα, τι εναλλακτικές να ‘χεις; Κάτι Αγγλικά τσάτρα – πάτρα ξέρω, αυτό. Αν θέλω λένε να πάω Ιταλία να σπουδάσω, ναι, σιγά μην πάω.
«Τι θες να γίνεις παιδί μου;» με ρωτάει ο πατέρας μου.
«Δεν ξέρω» λέω, «θέλω να γίνω ζωγράφος».
Στο σπίτι όλοι συνωμοτούν σε βάρος μου, με θέλουν γιατρό, αρχιτέκτονα, ό,τι να ‘ναι εκτός από ζωγράφο.
«Δεν καταλαβαίνω; Δικιά τους είναι η ζωή; Δεν γουστάρω να γίνω τίποτα».
Ο κόσμος καίγεται εκεί έξω. Παντού μπάτσοι που πλακώνονται με τους φοιτητές, γίνονται επεισόδια λένε στη Νομική;
«Που είναι η Νομική;»
Είμαι από κάτω και χαζεύω, έχουν κρεμάσει πανό και απ’ τα μεγάφωνα ακούγονται συνθήματα. Άλλοι έχουν κρεμάσει τα πόδια απ’ το παράθυρο κι άλλοι έχουν βγει στην ταράτσα. Οι μπάτσοι είναι ολόγυρα, δεν το ‘χουν σε τίποτα να μπουκάρουν.
Κοιτάζω το κτίριο, μαρμάρινα σκαλοπάτια, μια βαριά πόρτα, ξεφτισμένοι τοίχοι, τοιχοκολλημένες ανακοινώσεις, κάτι περίεργες γκόμενες που μπαινοβγαίνουν, δεν λέει και τίποτα.
«Μπορεί να δώσω στη Νομική» ανακοινώνω.
Τα βράδια βράζουν, πέφτει πολύ ξύλο και δακρυγόνα, είσαι Ήρωας άμα τα μάτια σου είναι κόκκινα, πρέπει όμως να κάνεις ό,τι κάνεις και να την κοπανήσεις στα γρήγορα γιατί η κλούβα δεν λέει.
Τέρμα οι μαγκιές, σήμερα έπεσα φάτσα με φάτσα με τον πατέρα μου, ευτυχώς δεν με είδε.
Έχει βγει ένα σλόγκαν: «Φύτεψε κι εσύ ένα δέντρο, μπορείς», αναδάσωση υποτίθεται. Το παραφράζω και γράφω μια μέρα στον τοίχο της τουαλέτας: «Φύτεψε κι εσύ έναν μπάτσο, μπορείς».
«Τι γράφεις ρε μαλάκα;» με ρωτάει ο κολλητός μου – εικονιζόμενος εκ δεξιών – «ο πατέρας σου δεν είναι μπάτσος;»
10 comments:
Doubleface, ευχαριστώ για την επιμέλεια. Μου άρεσε αυτός ο επιγραμματικός χαραχτήρας που έδωσες στο κείμενο. Το τόνισε και το ξεκαθάρισε κάπως.
Θαυμάσιο αλλά τελειώνει γρήγορα!
Είναι κουβέντες τις πόλης εδώ, δεν σε παίρνει να φλυαρείς. Ευχαριστείς μόνο εκείνον που σ’ άκουσε, για μια στιγμή.
Είχα έναν γνωστό που κάποτε φύτεψε έναν μπάτσο. Ήταν Νοέμβρης κι έβρεχε. Ο μπάτσος το πήγαινε φυρί φυρί. Ο δικός μου κάποια στιγμή τον έπιασε και τον φύτεψε. Όχι πολύ βαθειά. Ίσα ίσα. Κανεις δεν πήρε χαμπάρι.Μετά από μερικές μέρες αντιμετώπισε τις τύψεις του για την φύτευση του μπάτσου. Επέστρεψε στο σημείο της ενέργειάς του μα δεν γινόταν πια τίποτα. Αποφάσισε ως μικρή ένδειξη μεταμέλειας να επιστρέφει στον τόπο της φύτευσης ανά εξάμηνο και να στέκεται για λίγο συλλογισμένος. Τον επόμενο Μάιο τήρησε την υπόσχεσή του και φτάνοντας παρατήρησε ένα μικρό φυτό σαν ραδίκι στο μέρος της φύτευσης. Έκατσε δέκα λεπτά κι έφυγε. Τον Νοέμβριο το φυτό είχε εξαφανιστεί αφήνοντας κάτι σαν ξερόκλαδο στην θέση του. Έκατσε επτά λεπτά κι έφυγε.
Τον Μάιο πάλι, φτάνοντας, είδε πως το φυτό είχε ανθήσει και μάλιστα το άνθος του ήταν μπλε και άσπρο και σφύριζε περίεργα στον άνεμο. Έκατσε τρια λεπτά κι έφυγε. Τον Νοέμβριο το φυτό είχε πάλι μεταβληθεί σε ξερόκλαδο που στην κορυφή του είχε απομείνει κάτι σαν κάψουλα, ο καρπός του.
Ο δικός μου έκατσε τριάντα δευτερόλεπτα κι έφυγε παίρνοντας μαζί τον καρπό. Δεν ξαναπήγε ποτέ.
Χρόνια αργότερα ταξιδεύοντας τον βρήκα στο πατρικό του στην Ήπειρο, στο Αηδονοχώρι, το οποίο και είχε μετατρέψει σε ξενώνα. Αγκαλιαστήκαμε, ήπιαμε τσίπουρα, μιλήσαμε για τα παλιά και φεύγοντας με κέρασε ένα γλυκό του κουταλιού, έτσι για τον δρόμο. Μου είπε ότι είναι η σπεσιαλιτέ του ξενώνα.Το λέει μπατσάκι. Λίγο ξυνό ήτανε.
Μ' αρέσει όταν ο γιάννης μιλάει για πράγματα που του έχουν συμβεί. οι εικόνες είναι ξεκάθαρες.
μ' αρέσει κι ο σαμ.
Ο Γιάννης έχει έναν τρόπο να γράφει, σαν αφίσα. Plakativ που λέμε. Είναι στυλίστας. Οι φιγούρες του είναι με λίγες γραμμές αλλά τελείως σαφείς. Οι μικρες ιστορίες του παρότι ενίοτε αληθοσυγγενείς έχουν την απόσταση μιας κινηματογραφικής ταινίας. Κάθεσαι και χαζέυεις και περιμένεις τι θα γίνει.
Μου θυμίζουν το Sin City, εκείνη την ταινία που ήταν επεξεργασμένη σαν κομικ νουάρ. Φιγουρίνι!
@Γιάννη Πέτσα δηλώνω θανατερά ερωτευμένη. Υπήρξες απροσδόκητα σκοτεινός νέος.
@Σαμ, έχετε όλες τις προδιαγραφές να ερωτευτώ κι εσάς!!!
(Γιάννη, χαίρομαι πολύ που με βρήκες, κι έτσι μπορώ και διαβάζω όλα αυτά τα εξαιρετικά τώρα!!!)
:D
Νίνα, μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως σήμερα είμαι οπωσδήποτε πιο σκοτεινός. Μπορώ να επισυνάψω και ιατρική γνωμάτευση αν κάποιος το αμφισβητεί.
Ο Sam είναι ένας χαρισματικός φίλος, κάτι σαν dr. Watson, με στηρίζει στα δύσκολα. Σε συγχαίρω για το γούστο σου.
Σκέφτομαι σοβαρά να δεχτώ την πρόταση για το ΕΓΚΛΗΜΑ, θα βρω έναν μυστήριο τρόπο να σ’ ενημερώσω.
Σ’ ευχαριστώ για τα παραπάνω, όσο και για την καλή σου πρόθεση.
Τώρα θυμήθηκα άλλο φύτεμα,το "είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά",από το "Μαργαρίτα,Μαγιοπούλα",άσχετο αλλά ταιριάζει και με το κλίμα της εποχής που περιγράφεις.
Ο δικός μου δεν ήταν μπάτσος αλλά μια απ τα ίδια...
Ωραίες εποχές.Κάνει κακό η αναπόληση πάντως,το κατάλαβα αργά αλλά το κατάλαβα,ελπίζω.
Νομίζω πως βασικά δεν αναπολώ, καταγράφω, είναι σαν να τα κλειδώνω σ’ ένα συρτάρι που έχουν όλοι το κλειδί κι είναι ανακουφιστικό αυτό, να τα πετάς από πάνω σου.
Post a Comment